Anonymous

προακούω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]].
|btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
|elnltext=προ-ακούω eerder horen:. δῆλα... καὶ μὴ προακούσαντι, ἰδόντι δέ... ὅτι... want (het is) duidelijk, ook voor wie het niet van tevoren gehoord heeft, maar het ziet, dat... Hdt. 2.5.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰκούω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[слышать раньше]] (τι Her. etc.; περί τινος Dem. и τινός Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[слушать раньше]]: ἀκούσατε δέ μου, προακηκοότες μὲν καὶ ἐν τοῖς [[πρόσθεν]] Plat. выслушайте меня, как вы слушали (меня) раньше.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προᾰκούω:''' μέλ. <i>-ακούσομαι</i>, παρακ. <i>-ακήκοα</i>· [[ακούω]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''προᾰκούω:''' μέλ. <i>-ακούσομαι</i>, παρακ. <i>-ακήκοα</i>· [[ακούω]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προᾰκούω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[слышать раньше]] (τι Her. etc.; περί τινος Dem. и τινός Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[слушать раньше]]: ἀκούσατε δέ μου, προακηκοότες μὲν καὶ ἐν τοῖς [[πρόσθεν]] Plat. выслушайте меня, как вы слушали (меня) раньше.
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ακούω eerder horen:. δῆλα... καὶ μὴ προακούσαντι, ἰδόντι δέ... ὅτι... want (het is) duidelijk, ook voor wie het niet van tevoren gehoord heeft, maar het ziet, dat... Hdt. 2.5.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj