Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλεονεξία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fait d'avoir plus qu’autrui ; gain, avantage ; <i>particul.</i> supériorité sur qqn, prépondérance;<br /><b>2</b> fait de désirer plus qu’on ne doit ; cupidité, esprit de convoitise, appétits insatiables.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονέκτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fait d'avoir plus qu’autrui ; gain, avantage ; <i>particul.</i> supériorité sur qqn, prépondérance;<br /><b>2</b> fait de désirer plus qu’on ne doit ; cupidité, esprit de convoitise, appétits insatiables.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονέκτης]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλεονεξία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ πλεονέκτου, [[ἀπληστία]], [[τάσις]] πρὸς κτῆσιν τοῦ μὴ ἀνήκοντος, [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]], ἡ πλ. τῶν Σπαρτιητέων Ἡρόδ. 7. 149, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 37, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 283Α, Πλάτ. Πολ. 359C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5. 15. ΙΙ. [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 662. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλ. Ἰσοκρ. 31Β, κτλ.· αἱ πλ. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι Ξεν. Κυν. 13. 10· αἱ πλ. τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12. 6. 2) ἐπὶ πλεονεξίᾳ, πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Θουκ. 3. 84, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 12. 3) μετὰ γεν. προσώπ., ὑπεροχὴ [[ὑπεράνω]] τινός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 28. 4) μεγαλειτέρα μετοχὴ ἔκ τινος πράγματος, τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 12, [[κέρδος]], τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν Δημ. 523. 14· πλ. ἔκ τινος Πολύβ. 6, 56, 3. ΙΙΙ. [[ἀφθονία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδεια]], Πλάτ. Τιμ. 82Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132 ἐν τέλει.
|elnltext=πλεονεξίᾱ -ας, ἡ, Ion. πλεονεξίη [πλεονεκτέω] winst, voordeel:; ἐπὶ πλεονεξίᾳ met het oog op voordeel Thuc. 3.84.1; μετὰ πλεονεξίας τινὸς... ἀγωνίζεσθαι πρὸς αὐτά met een zekere voorsprong tegen hen (de dieren) vechten Xen. Cyr. 1.6.28; groter deel:; πλεονεξία τις τῶν πολιτικῶν δικαίων een groter aandeel in politieke rechten Aristot. Pol. 1282b29; overmaat:. ἡ παρὰ φύσιν πλεονεξία καὶ ἔνδεια het onnatuurlijke teveel of tekort Plat. Tim. 82a. hebzucht, buitensporige claim, aanmatiging:. αἱ γὰρ πλεονεξίαι τῶν πλουσίων ἀπολλύουσι μᾶλλον τὴν πολιτείαν want de buitensporige aanspraken van de rijken zijn schadelijker voor de staat Aristot. Pol. 1297a11; μετὰ τοῦ νομίσματος πλεονεξία... ἐπέβη tegelijk met het geld is hebzucht binnengedrongen Plut. Lyc. 30.1; φασι οὐκ ἀνασχέσθαι τῶν Σπαρτιητέων τὴν πλεονεξίαν zij hebben volgens hun zeggen de machtshonger van de Spartanen niet verdragen Hdt. 7.149.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονεξία:''' ион. πλεονεξίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[жадность]], [[своекорыстие]] ([[πολυπραγμοσύνη]] καὶ π. Isocr.): οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия; πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. предаваться стяжательству;<br /><b class="num">2)</b> [[превосходство]], [[преимущество]], [[преобладание]] (αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[выгода]], [[польза]], [[благо]] (αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[преизбыток]], [[избыток]], [[излишек]] . καὶ [[ἀκοσμία]] Plut.): ἡ παρὰ φύσιν π. καὶ ἔνδειά τινος Plat. противоестественный избыток или недостаток чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> лог. [[хитрость]], [[уловка]]: αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι πλεονεξίαι Arst. ловушки в вопросах (собеседника).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πλεονεξία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[χαρακτήρας]] και ο [[τρόπος]] του <i>πλεονέκτου</i>, [[πλεονεξία]], [[απληστία]], [[αλαζονεία]], [[υπεροψία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐπὶ πλεονεξίᾳ</i>, με σκοπό το προσωπικό [[κέρδος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[υπεροχή]] [[έναντι]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., το μεγαλύτερο [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Αριστ.· [[απόκτημα]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''πλεονεξία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[χαρακτήρας]] και ο [[τρόπος]] του <i>πλεονέκτου</i>, [[πλεονεξία]], [[απληστία]], [[αλαζονεία]], [[υπεροψία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐπὶ πλεονεξίᾳ</i>, με σκοπό το προσωπικό [[κέρδος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[υπεροχή]] [[έναντι]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., το μεγαλύτερο [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Αριστ.· [[απόκτημα]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλεονεξία:''' ион. πλεονεξίη <br /><b class="num">1)</b> [[жадность]], [[своекорыстие]] ([[πολυπραγμοσύνη]] καὶ π. Isocr.): οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия; πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. предаваться стяжательству;<br /><b class="num">2)</b> [[превосходство]], [[преимущество]], [[преобладание]] (αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[выгода]], [[польза]], [[благо]] (αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[преизбыток]], [[избыток]], [[излишек]] (π. καὶ [[ἀκοσμία]] Plut.): ἡ παρὰ φύσιν π. καὶ ἔνδειά τινος Plat. противоестественный избыток или недостаток чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> лог. [[хитрость]], [[уловка]]: αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι πλεονεξίαι Arst. ловушки в вопросах (собеседника).
|lstext='''πλεονεξία''': Ἰων. -ίη, , ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ πλεονέκτου, [[ἀπληστία]], [[τάσις]] πρὸς κτῆσιν τοῦ μὴ ἀνήκοντος, [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]], ἡ πλ. τῶν Σπαρτιητέων Ἡρόδ. 7. 149, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 37, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 283Α, Πλάτ. Πολ. 359C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5. 15. ΙΙ. [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 662. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλ. Ἰσοκρ. 31Β, κτλ.· αἱ πλ. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι Ξεν. Κυν. 13. 10· αἱ πλ. τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12. 6. 2) ἐπὶ πλεονεξίᾳ, πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Θουκ. 3. 84, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 12. 3) μετὰ γεν. προσώπ., ὑπεροχὴ [[ὑπεράνω]] τινός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 28. 4) μεγαλειτέρα μετοχὴ ἔκ τινος πράγματος, τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 12, 3· [[κέρδος]], τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν Δημ. 523. 14· πλ. ἔκ τινος Πολύβ. 6, 56, 3. ΙΙΙ. [[ἀφθονία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδεια]], Πλάτ. Τιμ. 82Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132 ἐν τέλει.
}}
{{elnl
|elnltext=πλεονεξίᾱ -ας, , Ion. πλεονεξίη [πλεονεκτέω] winst, voordeel:; ἐπὶ πλεονεξίᾳ met het oog op voordeel Thuc. 3.84.1; μετὰ πλεονεξίας τινὸς... ἀγωνίζεσθαι πρὸς αὐτά met een zekere voorsprong tegen hen (de dieren) vechten Xen. Cyr. 1.6.28; groter deel:; πλεονεξία τις τῶν πολιτικῶν δικαίων een groter aandeel in politieke rechten Aristot. Pol. 1282b29; overmaat:. ἡ παρὰ φύσιν πλεονεξία καὶ ἔνδεια het onnatuurlijke teveel of tekort Plat. Tim. 82a. hebzucht, buitensporige claim, aanmatiging:. αἱ γὰρ πλεονεξίαι τῶν πλουσίων ἀπολλύουσι μᾶλλον τὴν πολιτείαν want de buitensporige aanspraken van de rijken zijn schadelijker voor de staat Aristot. Pol. 1297a11; μετὰ τοῦ νομίσματος πλεονεξία... ἐπέβη tegelijk met het geld is hebzucht binnengedrongen Plut. Lyc. 30.1; φασι οὐκ ἀνασχέσθαι τῶν Σπαρτιητέων τὴν πλεονεξίαν zij hebben volgens hun zeggen de machtshonger van de Spartanen niet verdragen Hdt. 7.149.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj