Anonymous

προσηνής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />qui incline vers ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> doux, favorable <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> propre à, qui convient à, τινι;<br /><i>Cp.</i> προσηνέστερος, <i>Sp.</i> προσηνέστατος.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀπηνής]].
|btext=ής, ές :<br />qui incline vers ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> doux, favorable <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> propre à, qui convient à, τινι;<br /><i>Cp.</i> προσηνέστερος, <i>Sp.</i> προσηνέστατος.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀπηνής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσηνής''': Δωρ. προσᾱνής, καὶ ποτᾱνής, ές, εὔνους, [[πρᾶος]], ὡς τὸ [[ἐνηής]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπηνής]], Ἐμπεδ. 433, κτλ.· [[ξενία]] Πινδ. Π. 10. 99· γλίσχραμα λεῖον... καὶ πρ. Ἱππ. 385. 4· προσανέα πίνειν, πίνειν πραϋντικὰ ποτά, Πινδ. Π. 3. 93, πρβλ. Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387· τὰ προσηνέστατα βρωτὰ καὶ ποτὰ Διόδ. 17. 28· [[τόπος]] ἐνδιατρῖψαι... προσηνέστατος, [[σφόδρα]] [[εὐάρεστος]], ὁ αὐτ. 3. 69· πρ. ὁμιλίαι Πλούτ. 3. 46Ε· [[λεία]] καὶ πρ. [[κίνησις]] [[αὐτόθι]] 673Β, πρβλ. 1122· πρ. τι λέγειν, μετὰ προσηνείας, πραότητος, Θουκ. 6. 77· φίλα καὶ πρ. Πλούτ. 2. 466D· τὸ πρ. τοῦ φθέγματος Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 12. 2) μετὰ δοτ., λύχνῳ προσηνές, δηλ. προσῆκον, κατάλληλον πρὸς καῦσιν, Ἡρόδ. 2. 94. 3) ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]], [[ἀγαθόφρων]], οὐδ’ ἀστοῖσι πρ. Ἀνακρ. 14· τοῖς φίλοις οὐ πρ. οὐδὲ ἡδὺς Πλουτ. Νικ. 5· εὔνους καὶ πρ. ὁ αὐτ. 2. 708C· προσηνέστερα... τὰς ψυχὰς τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2· τῷ ἤθει προσηνέστατος Πλουτ. Φωκ. 5· πρ. τὸ [[βλέμμα]] Λουκ. Ἁλ. 13· οὕτω καί, προσηνὴς [[ὄψις]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 58· τὸ προσηνὲς αὑτοῦ, τὸ ἑλκυστικόν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 34. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Θεοφρ. Χαρ. 17, Διοδ. 2. 57, Πλούτ.· συγκρ. -εστέρως, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 456. ― Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. προσηνότατος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2113c. ― (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν λ. [[ἀπηνής]]).
|elnltext=προσηνής -ές, Dor. προσᾱνής [~ πρηνής] van zaken zacht, aangenaam:; τι προσηνὲς λέγοντες naar de mond pratend Thuc. 6.77.2; πέλαγος προσηνές een kalme zee Luc. 14.44; subst..; τῷ προσηνεῖ τοῦ φθέγματος met de verleidelijkheid van zijn stem Luc. 41.12; geschikt (voor), met dat.: τῷ λύχνῳ προσηνές geschikt als lampenolie Hdt. 2.94.2. van pers. zachtaardig:; τῷ δ’ ἤθει προσηνέστατος zeer zachtaardig van karakter Plut. Phoc. 5.1; subst..; τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα de vrouw met de vriendelijke blik Luc. 28.13; adv. προσηνῶς op aangename wijze. Luc. 14.2.
}}
{{elru
|elrutext='''προσηνής:''' дор. [[προσανής|προσᾱνής]] и [[ποτανής|ποτᾱνής]]<br /><b class="num">1)</b> [[приветливый]], [[радушный]] ([[ξενία]] Pind.; [[εὔνους]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[приятный]], [[нежный]], [[милый]] (βρωτὰ καὶ [[ποτά]] Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[освежающий]], [[благотворный]] ([[φάρμακον]] Pind.);<br /><b class="num">4)</b> [[удобный]], [[пригодный]]: λύχνῳ π. Her. пригодный для освещения.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσηνής:''' Δωρ. προσ-ᾱνής και ποτ-ᾱνής, <i>-ές</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μαλακός]], [[πράος]], [[ήρεμος]], σε Πίνδ.· <i>προσηνές τι λέγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>λύχνῳ προσηνές</i>, δηλ. [[κατάλληλος]] για [[καύση]], σε Ηρόδ. (σχετικά με [[προέλευση]] βλ. [[ἀπηνής]]).<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''προσηνής:''' Δωρ. προσ-ᾱνής και ποτ-ᾱνής, <i>-ές</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μαλακός]], [[πράος]], [[ήρεμος]], σε Πίνδ.· <i>προσηνές τι λέγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>λύχνῳ προσηνές</i>, δηλ. [[κατάλληλος]] για [[καύση]], σε Ηρόδ. (σχετικά με [[προέλευση]] βλ. [[ἀπηνής]]).<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θεόφρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσηνής:''' дор. [[προσανής|προσᾱνής]] и [[ποτανής|ποτᾱνής]]<br /><b class="num">1)</b> [[приветливый]], [[радушный]] ([[ξενία]] Pind.; [[εὔνους]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[приятный]], [[нежный]], [[милый]] (βρωτὰ καὶ [[ποτά]] Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[освежающий]], [[благотворный]] ([[φάρμακον]] Pind.);<br /><b class="num">4)</b> [[удобный]], [[пригодный]]: λύχνῳ π. Her. пригодный для освещения.
|lstext='''προσηνής''': Δωρ. προσᾱνής, καὶ ποτᾱνής, ές, εὔνους, [[πρᾶος]], ὡς τὸ [[ἐνηής]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπηνής]], Ἐμπεδ. 433, κτλ.· [[ξενία]] Πινδ. Π. 10. 99· γλίσχραμα λεῖον... καὶ πρ. Ἱππ. 385. 4· προσανέα πίνειν, πίνειν πραϋντικὰ ποτά, Πινδ. Π. 3. 93, πρβλ. Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387· τὰ προσηνέστατα βρωτὰ καὶ ποτὰ Διόδ. 17. 28· [[τόπος]] ἐνδιατρῖψαι... προσηνέστατος, [[σφόδρα]] [[εὐάρεστος]], ὁ αὐτ. 3. 69· πρ. ὁμιλίαι Πλούτ. 3. 46Ε· [[λεία]] καὶ πρ. [[κίνησις]] [[αὐτόθι]] 673Β, πρβλ. 1122· πρ. τι λέγειν, μετὰ προσηνείας, πραότητος, Θουκ. 6. 77· φίλα καὶ πρ. Πλούτ. 2. 466D· τὸ πρ. τοῦ φθέγματος Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 12. 2) μετὰ δοτ., λύχνῳ προσηνές, δηλ. προσῆκον, κατάλληλον πρὸς καῦσιν, Ἡρόδ. 2. 94. 3) ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]], [[ἀγαθόφρων]], οὐδ’ ἀστοῖσι πρ. Ἀνακρ. 14· τοῖς φίλοις οὐ πρ. οὐδὲ ἡδὺς Πλουτ. Νικ. 5· εὔνους καὶ πρ. ὁ αὐτ. 2. 708C· προσηνέστερα... τὰς ψυχὰς τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2· τῷ ἤθει προσηνέστατος Πλουτ. Φωκ. 5· πρ. τὸ [[βλέμμα]] Λουκ. Ἁλ. 13· οὕτω καί, προσηνὴς [[ὄψις]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 58· τὸ προσηνὲς αὑτοῦ, τὸ ἑλκυστικόν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 34. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Θεοφρ. Χαρ. 17, Διοδ. 2. 57, Πλούτ.· συγκρ. -εστέρως, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 456. ― Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. προσηνότατος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2113c. ― (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν λ. [[ἀπηνής]]).
}}
{{elnl
|elnltext=προσηνής -ές, Dor. προσᾱνής [~ πρηνής] van zaken zacht, aangenaam:; τι προσηνὲς λέγοντες naar de mond pratend Thuc. 6.77.2; πέλαγος προσηνές een kalme zee Luc. 14.44; subst..; τῷ προσηνεῖ τοῦ φθέγματος met de verleidelijkheid van zijn stem Luc. 41.12; geschikt (voor), met dat.: τῷ λύχνῳ προσηνές geschikt als lampenolie Hdt. 2.94.2. van pers. zachtaardig:; τῷ δ’ ἤθει προσηνέστατος zeer zachtaardig van karakter Plut. Phoc. 5.1; subst..; τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα de vrouw met de vriendelijke blik Luc. 28.13; adv. προσηνῶς op aangename wijze. Luc. 14.2.
}}
}}
{{etym
{{etym