Anonymous

προλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f. att.</i> προλοχιῶ;<br /><b>1</b> garnir d'embuscades auparavant : [[τὰς]] ὁδούς THC dresser d'avance une embuscade sur une route;<br /><b>2</b> tendre d'avance une embuscade.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λοχίζω]].
|btext=<i>f. att.</i> προλοχιῶ;<br /><b>1</b> garnir d'embuscades auparavant : [[τὰς]] ὁδούς THC dresser d'avance une embuscade sur une route;<br /><b>2</b> tendre d'avance une embuscade.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λοχίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προλοχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. [[προκαταλαμβάνω]] [[μέρος]] τι καὶ στήνω [[ἐκεῖ]] ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ [[μέρος]] τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· [[ὡσαύτως]] πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81.
|elnltext=προ-λοχίζω een hinderlaag leggen; met acc. v. h. inw. obj., pass.: ἐσπίπτοντες ἐς τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας in vooruit gelegde hinderlagen lopend Thuc. 3.112.6. van hinderlagen voorzien, met acc.: τὰς ὁδούς π. hinderlagen langs de straten leggen Thuc. 3.110.2; προλοχίζουσι τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις zij bezetten het terrein rond de stad in hinderlagen Thuc. 2.81.5.
}}
{{elru
|elrutext='''προλοχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заранее занимать засадами]] (τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τὴν ὁδόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о засаде), [[заранее устраивать]] (αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προλοχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ των προτέρων — Παθ., <i>αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι</i>, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από [[πριν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περικλείω]] με ενέδρες, στον ίδ.
|lsmtext='''προλοχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ των προτέρων — Παθ., <i>αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι</i>, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από [[πριν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περικλείω]] με ενέδρες, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προλοχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заранее занимать засадами]] (τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τὴν ὁδόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о засаде), [[заранее устраивать]] (αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.).
|lstext='''προλοχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. [[προκαταλαμβάνω]] [[μέρος]] τι καὶ στήνω [[ἐκεῖ]] ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ [[μέρος]] τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· [[ὡσαύτως]] πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-λοχίζω een hinderlaag leggen; met acc. v. h. inw. obj., pass.: ἐσπίπτοντες ἐς τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας in vooruit gelegde hinderlagen lopend Thuc. 3.112.6. van hinderlagen voorzien, met acc.: τὰς ὁδούς π. hinderlagen langs de straten leggen Thuc. 3.110.2; προλοχίζουσι τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις zij bezetten het terrein rond de stad in hinderlagen Thuc. 2.81.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br /><b class="num">I.</b> to lay an [[ambuscade]] [[beforehand]]: — Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the [[ambush]] that had [[before]] been laid, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[beset]] with an [[ambuscade]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br /><b class="num">I.</b> to lay an [[ambuscade]] [[beforehand]]: — Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the [[ambush]] that had [[before]] been laid, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[beset]] with an [[ambuscade]], Thuc.
}}
}}