3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d'une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d'une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσανάβασις -εως, ἡ, poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσανάβᾰσις:''' Trag. [[προσάμβασις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσανάβᾰσις:''' ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική [[πορεία]], [[άνοδος]], [[ανάβαση]], <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, [[άνοδος]] με [[σκάλα]], δηλ. πολιορκητική [[σκάλα]], [[ανεμόσκαλα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προσανάβασις]], σε Ευρ.· τειχέων [[προσανάβασις]], [[σημείο]] όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων [[προσανάβασις]], δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο [[σπίτι]], στον ίδ. | |lsmtext='''προσανάβᾰσις:''' ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική [[πορεία]], [[άνοδος]], [[ανάβαση]], <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, [[άνοδος]] με [[σκάλα]], δηλ. πολιορκητική [[σκάλα]], [[ανεμόσκαλα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προσανάβασις]], σε Ευρ.· τειχέων [[προσανάβασις]], [[σημείο]] όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων [[προσανάβασις]], δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο [[σπίτι]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />a [[going]] up, [[ascent]], κλίμακος προσαμβάσεις [[ascent]] by [[means]] of ladders, i. e. [[scaling]] ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a [[place]] [[where]] they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps [[leading]] to the [[house]], Eur. | |mdlsjtxt=<br />a [[going]] up, [[ascent]], κλίμακος προσαμβάσεις [[ascent]] by [[means]] of ladders, i. e. [[scaling]] ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a [[place]] [[where]] they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps [[leading]] to the [[house]], Eur. | ||
}} | }} |