Anonymous

προσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προσέπεσον, <i>etc.</i><br />tomber auprès <i>ou</i> sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> tomber contre, τινι ; <i>p. anal.</i> [[τῇ]] Τυρρηνίᾳ PLUT aborder en Tyrrhénie ; ἐσθὴς [[τῷ]] σώματι προσπεσοῦσα PLUT vêtement se collant au corps;<br /><b>2</b> courir vers, τινι;<br /><b>3</b> se jeter contre : βωμοῖσι SOPH se jeter aux pieds des autels ; τοῖς [[ποσί]] τινος PLUT aux pieds de qqn ; <i>en poésie, postér. en prose, avec un simple acc.</i> προσπίπτειν τινά, se jeter aux pieds de qqn ; <i>abs.</i> προσπίπτειν, se jeter à genoux;<br /><b>4</b> se jeter <i>ou</i> tomber sur, attaquer, τινι;<br /><b>5</b> tomber du côté de, se ranger du côté de : τινί, du côté de qqn, se ranger à l'avis de qqn, approuver qqn;<br /><b>6</b> tomber sur, rencontrer, τινι : προσπίπτειν δήγματι ÉL être mordu ; <i>avec un suj. de ch.</i> [[αἱ]] προσπίπτουσαι τύχαι THC <i>ou</i> σύμφοραι, les événements qui surviennent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πίπτω]].
|btext=<i>f.</i> προσπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προσέπεσον, <i>etc.</i><br />tomber auprès <i>ou</i> sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> tomber contre, τινι ; <i>p. anal.</i> [[τῇ]] Τυρρηνίᾳ PLUT aborder en Tyrrhénie ; ἐσθὴς [[τῷ]] σώματι προσπεσοῦσα PLUT vêtement se collant au corps;<br /><b>2</b> courir vers, τινι;<br /><b>3</b> se jeter contre : βωμοῖσι SOPH se jeter aux pieds des autels ; τοῖς [[ποσί]] τινος PLUT aux pieds de qqn ; <i>en poésie, postér. en prose, avec un simple acc.</i> προσπίπτειν τινά, se jeter aux pieds de qqn ; <i>abs.</i> προσπίπτειν, se jeter à genoux;<br /><b>4</b> se jeter <i>ou</i> tomber sur, attaquer, τινι;<br /><b>5</b> tomber du côté de, se ranger du côté de : τινί, du côté de qqn, se ranger à l'avis de qqn, approuver qqn;<br /><b>6</b> tomber sur, rencontrer, τινι : προσπίπτειν δήγματι ÉL être mordu ; <i>avec un suj. de ch.</i> [[αἱ]] προσπίπτουσαι τύχαι THC <i>ou</i> σύμφοραι, les événements qui surviennent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: - περὶ τοῦ ποτιπεπτηυῖαι, ἴδε ἐν λ. [[προσπτήσσω]]. Ἐπιπίπτω, [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[προσκρούω]], ἐς τι Σοφ. Ἀντ. 855· τινι Ξεν. Ἱππ. 7, 6, κτλ.· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 25, κ ἀλλ.· - [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]], ἐσεφόρουν τὴν γῆν Θουκ. 2. 75. 2) [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινι Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 906Β· ἀπολ., Θουκ. 3. 30, 103, Ξεν., κλπ. 3) [[ἁπλῶς]] [[τρέχω]] προς..., Ἡρόδ. 2. 2. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 4) [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[ἐναγκαλίζομαι]], τινι Εὐρ. Ἄλκ. 350· [[ὅθεν]] πρ. τινι, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, Πλάτ. Φαῖδρ. 270Α. 5) συναντῶ αἰφνιδίως, μὴ λάθῃ με προσπεσὼν Σοφ. Φιλ. 46, πρβλ. 156, Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· μετὰ δοτ. πράγμ., [[ἐμπίπτω]], [[οἴχομαι]] ἀ τάλαιν’, ἃ δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ Εὐρ. Τρῳ. 291 αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ Ξεν. Ἀπολ. 30· μεγίσταις ἡδοναῖς Πλάτ. Νόμ. 637Α· πρ. δήγματι Αἰλ. π. Ζ. 6. 51· - μετ’ αἰτ. μείζω βροτείας πρ. ὁμιλίας Εὐρ. Ἱππ. 19· - μετὰ προθ., ἐς Δίκας [[βάθρον]] προσέπεσες Σοφ. Ἀντ. 855, πρβλ. Πολύβ. 1. 39, 3, Πλούτ. 2. 788C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων. 1) ἐπὶ συμβεβηκότων, κττ., [[ἐπέρχομαι]] αἰφνιδίως, τινι Ἡρόδ. 1. 32, Εὐρ. Μήδ. 225, Ι. Τ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 22, Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., καὶ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, συμβαίνουσαι, Ἡρόδ. 7. 46, πρβλ. Ἰσοκρ. 417Β· αἱ πρ. τύχαι Θουκ. 1. 84· τὰ προσπεσόντα Εὐρ. Ἀποσπ. 507· τὰ πρ. γενναίως φέρειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283· ἡ πρ. ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 561C· τὰ πρ. ἡμῖν δείματα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 791C· πρὸς τὰ προσπίπτοντα, κατὰ τὰς περιστάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 4· τὰ πρ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 19· - [[οὕτως]], ὅ τι ἂν προσπέσῃ [[ἰχθύδιον]], quicquid oecureait, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 15. 2) ἐπὶ δαπάνης, [[ἐπιβαρύνω]] τινά, Θουκ. 7. 28. 3) [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ὦτά τινος, λέγομαι ὡς νεώτερον, Λατ. accidit nuntius, εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκε Αἰσχίν. 62. 6, πρβλ. Πολύβ. 5. 101, 3, Πλουτ. Περικλ. 16, κτλ.· εἰς Ρώμην Πολύβ. 9. 6, 1· - ἀπροσ., προσέπεσε, ἦλθεν [[ἀγγελία]] ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 25. 4, 10, πρβλ. 31. 22, 8. 4) ἐφαρμόζομαι, [[καλῶς]], ἐπὶ ἐπιδέσμου, προσπεπτωκός, ἀντίθετον τῷ χαλαρόν, Ἱππ. Ἀγμ. 755 ΙΙΙ. [[πίπτω]] εἰς τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]], Ἡρόδ. 1. 134, κ. ἀλλ.· ἀπολ., προσπεσὼν ἔχου Σοφ. Αἴ. 1181· προσπεσὼν... ἱκέτευε Πλάτ. Ἐπιστ. 349Α· [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· μετὰ δοτ., πρ. βωμοῖσι Σοφ. Τρ. 904, πρβλ. Ο. Κ. 1157· γόνασί τινος Εὐρ. Ὀρ. 1332, Ἀνδρ. 861, κτλ.· θεῶν πρὸς [[βρέτας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 31· πρὸς γόνυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 79. 2) μετ’ αἰτ., πρ. τινά, [[πίπτω]] [[κάτω]] ἐνώπιόν τινος, [[ἱκετεύω]] τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 537, Τρῳ. 757· πρ. βρέτη δαιμόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 95. Πρβλ. [[προσπίτνω]], [[προσκυνέω]] 2.
|elnltext=προσ-πίπτω Dor. ποτιπίπτω, aor. προσέπεσον, later ook προσέπεσα, vallen tegen met pers. als subj. tegen... vallen tegen... vallen, op... botsen: met prep..; ἐς Δίκας βάθρον προσέπεσες jij stootte tegen het altaar van het Recht Soph. Ant. 855; tegen het lijf lopen, ontmoeten, met dat.:; π.... Ἀναξαγόρᾳ toen hij Anaxagoras ontmoette Plat. Phaedr. 270a; belanden in; met dat..; δυστυχεστάτῳ π. κλήρῳ in een allerongelukkigst lot terechtkomen Eur. Tr. 291; met acc..; μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας beland in omstandigheden die grootser zijn dan menselijk gezelschap Eur. Hipp. 19; als pass. v. [[προσβάλλω]] geworpen worden tegen; met plaatsbep..; ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα op de plaats waar de wal tegen (de muur) werd gestort Thuc. 2.75.6; met dat.. ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ προσπεσεῖν φερόμενοι door winden voortgejaagd op de kust van Etrurië geworpen worden Plut. Rom. 1.1. aanvallen, zich storten op; met dat..; π. πόλεσιν ἀτειχίστοις zij vielen niet-ommuurde steden aan Thuc. 1.5.1; προσπίπτουσι πολλοὶ αὐτῷ zij stortten zich in groten getale op hem Xen. An. 7.1.21; overdr..; προσπίπτουσιν ἡδοναῖς καὶ ὕβρεσι zij storten zich op lust en gewelddadigheid Plat. Lg. 637a; abs.. προσπεσόντες ἐμάχοντο zij vielen aan en leverden strijd Xen. Cyr. 7.1.38. in de armen vallen, met dat.: προσπέσῃ τεκνοῖσι σοῖς; zul jij je kinderen omhelzen? Eur. IA 1191. neervallen voor, neervallen bij (als smekeling), met dat.:; βωμοῖσι π. neervallen voor altaren Soph. Tr. 904; δούλας γόνασι προσπέσω; zal ik voor de knieën van een slavin smekend neervallen? Eur. Andr. 860; overdr. smeken, bij iem. aandringen:; προσπεσόντων... αὐτῷ τῶν βελτίστων omdat de aristocraten hem dat dringend vroegen Xen. Hell. 7.1.42; ook abs. en met prep. met zaak als subj. overkomen, ten deel vallen, met dat.:; ἐμοὶ δ’ ἄελπτον πρᾶγμα π. mij overkwam iets onverwachts Eur. Med. 225; τὰ προσπίπτονθ’ ἡμῖν δείματα de angsten die ons overvallen Plat. Lg. 791c; zich voordoen, voorvallen, er zijn:. ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων doordat de overige onkosten hoog uitvielen Thuc. 7.28.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπίπτω:''' дор. [[ποτιπίπτω|ποτῐπίπτω]] (fut. προσπεσοῦμαι, aor. 2 προσέπεσον)<br /><b class="num">1)</b> [[припадать]] (βωμοῖσι Soph.; γόνασι и πρὸς [[γόνυ]] Eur.; [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]] Arph.; τινί NT): [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. я припадаю с мольбой (к твоим ногам);<br /><b class="num">2)</b> [[коленопреклоненно просить]] (τινά Eur., Luc.; [[βρέτη]] δαιμόνων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[попадать]], [[впадать]] (πρὸς τὸν Ἐρύμανθον Polyb.): π. τῇ κνήμῃ Xen. попадать в голень; π. πρὸς τὸν ἥλιον Arst. попадать под солнечные лучи; ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]] Thuc. (то место стены), куда приходилась насыпь; ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ [[προσπεσεῖν]] Plut. быть занесенным ветрами в Тиррению; π. δυστυχεστάτῳ κλήρῳ Eur. стать жертвой ужаснейшей судьбы; ἡδοναῖς π. Plat. предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">4)</b> [[нападать]] (τινί Thuc., Xen. и πρός τινα Plat.; ἄνεμοι προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ NT): προσπεσόντες τρέπουσι [[μέρος]] τι τοῦ στρατοῦ Thuc. внезапным нападением (сиракузцы) обращают в бегство известную часть (афинской) армии; μὴ λάθῃ με προσπεσών Soph. чтобы (Филоктет) исподтишка не напал на меня;<br /><b class="num">5)</b> [[бросаться]], [[устремляться]], [[подбегать]] (τινί Her., Xen.);<br /><b class="num">6)</b> перен. [[склоняться]], [[сближаться]] (τῷ Ἀναξαγόρᾳ Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[выпадать]] (на долю), случаться (ἄτην προσπεσοῦσαν [[ἐνεῖκαι]] Her.): τὰ προσπεσόντα Eur., Men. выпавшее на долю, сложившиеся обстоятельства; πρὸς τὰ προσπίπτοντα Arst. в соответствии с обстоятельствами; ὅ τι ἂν προσπέσῃ Arst. что ни попадется; ἄλλῳ τῳ προσπεσὸν [[ἄλλο]] ἂν [[ἐγεγόνει]] Plat. случившееся с другим по-другому и получится; τῶν ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων Thuc. ввиду случившихся больших расходов;<br /><b class="num">8)</b> (о слухах и т. п.) доходить, достигать: προσέπεσε (impers.) παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς Polyb. распространился слух, что послы прибыли; Κύρῳ φῆμαι καὶ λόγοι προσέπιπτον Plut. до Кира дошли слухи и толки.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]] (για το <i>ποτιπεπτηυῖαι</i>, βλ. [[προσπτήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω, [[προσκρούω]], <i>ἔςτι</i>, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε Ξεν.· [[πέφτω]] κατά πάνω, σωριάζομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω, επιτίθεμαι, [[ορμώ]], <i>τινί</i>, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[πέφτω]] πάνω σε, [[εναγκαλίζομαι]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απ' όπου, [[προσπίπτω]] τινί, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[βρίσκω]] τυχαία, συναντιέμαι με, [[ανταμώνω]], <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, σε Σοφ.· με δοτ. πράγμ., [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[εμπίπτω]], σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., μείζω βροτείας [[προσπίπτω]] ὁμιλίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα:<br /><b class="num">1.</b> για συμβάντα, [[επέρχομαι]] [[ξαφνικά]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[συμβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πρὸς τὰ προσπίπτοντα</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δαπάνες, [[πέφτω]] πάνω, [[επιβαρύνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[φτάνω]] στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου, [[προσπέφτω]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., [[προσπίπτω]] βωμοῖσι, σε Σοφ.· <i>γόνασί τινος</i>, σε Ευρ.· [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]] (για το <i>ποτιπεπτηυῖαι</i>, βλ. [[προσπτήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω, [[προσκρούω]], <i>ἔςτι</i>, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε Ξεν.· [[πέφτω]] κατά πάνω, σωριάζομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω, επιτίθεμαι, [[ορμώ]], <i>τινί</i>, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[πέφτω]] πάνω σε, [[εναγκαλίζομαι]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απ' όπου, [[προσπίπτω]] τινί, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[βρίσκω]] τυχαία, συναντιέμαι με, [[ανταμώνω]], <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, σε Σοφ.· με δοτ. πράγμ., [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[εμπίπτω]], σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., μείζω βροτείας [[προσπίπτω]] ὁμιλίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα:<br /><b class="num">1.</b> για συμβάντα, [[επέρχομαι]] [[ξαφνικά]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[συμβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πρὸς τὰ προσπίπτοντα</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δαπάνες, [[πέφτω]] πάνω, [[επιβαρύνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[φτάνω]] στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου, [[προσπέφτω]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., [[προσπίπτω]] βωμοῖσι, σε Σοφ.· <i>γόνασί τινος</i>, σε Ευρ.· [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσπίπτω:''' дор. [[ποτιπίπτω|ποτῐπίπτω]] (fut. προσπεσοῦμαι, aor. 2 προσέπεσον)<br /><b class="num">1)</b> [[припадать]] (βωμοῖσι Soph.; γόνασι и πρὸς [[γόνυ]] Eur.; [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]] Arph.; τινί NT): [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. я припадаю с мольбой (к твоим ногам);<br /><b class="num">2)</b> [[коленопреклоненно просить]] (τινά Eur., Luc.; [[βρέτη]] δαιμόνων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[попадать]], [[впадать]] (πρὸς τὸν Ἐρύμανθον Polyb.): π. τῇ κνήμῃ Xen. попадать в голень; π. πρὸς τὸν ἥλιον Arst. попадать под солнечные лучи; ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]] Thuc. (то место стены), куда приходилась насыпь; ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ [[προσπεσεῖν]] Plut. быть занесенным ветрами в Тиррению; π. δυστυχεστάτῳ κλήρῳ Eur. стать жертвой ужаснейшей судьбы; ἡδοναῖς π. Plat. предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">4)</b> [[нападать]] (τινί Thuc., Xen. и πρός τινα Plat.; ἄνεμοι προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ NT): προσπεσόντες τρέπουσι [[μέρος]] τι τοῦ στρατοῦ Thuc. внезапным нападением (сиракузцы) обращают в бегство известную часть (афинской) армии; μὴ λάθῃ με προσπεσών Soph. чтобы (Филоктет) исподтишка не напал на меня;<br /><b class="num">5)</b> [[бросаться]], [[устремляться]], [[подбегать]] (τινί Her., Xen.);<br /><b class="num">6)</b> перен. [[склоняться]], [[сближаться]] (τῷ Ἀναξαγόρᾳ Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[выпадать]] (на долю), случаться (ἄτην προσπεσοῦσαν [[ἐνεῖκαι]] Her.): τὰ προσπεσόντα Eur., Men. выпавшее на долю, сложившиеся обстоятельства; πρὸς τὰ προσπίπτοντα Arst. в соответствии с обстоятельствами; ὅ τι ἂν προσπέσῃ Arst. что ни попадется; ἄλλῳ τῳ προσπεσὸν [[ἄλλο]] ἂν [[ἐγεγόνει]] Plat. случившееся с другим по-другому и получится; τῶν ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων Thuc. ввиду случившихся больших расходов;<br /><b class="num">8)</b> (о слухах и т. п.) доходить, достигать: προσέπεσε (impers.) παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς Polyb. распространился слух, что послы прибыли; Κύρῳ φῆμαι καὶ λόγοι προσέπιπτον Plut. до Кира дошли слухи и толки.
|lstext='''προσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: - περὶ τοῦ ποτιπεπτηυῖαι, ἴδε ἐν λ. [[προσπτήσσω]]. Ἐπιπίπτω, [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[προσκρούω]], ἐς τι Σοφ. Ἀντ. 855· τινι Ξεν. Ἱππ. 7, 6, κτλ.· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 25, κ ἀλλ.· - [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]], ἐσεφόρουν τὴν γῆν Θουκ. 2. 75. 2) [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινι Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 906Β· ἀπολ., Θουκ. 3. 30, 103, Ξεν., κλπ. 3) [[ἁπλῶς]] [[τρέχω]] προς..., Ἡρόδ. 2. 2. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 4) [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[ἐναγκαλίζομαι]], τινι Εὐρ. Ἄλκ. 350· [[ὅθεν]] πρ. τινι, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, Πλάτ. Φαῖδρ. 270Α. 5) συναντῶ αἰφνιδίως, μὴ λάθῃ με προσπεσὼν Σοφ. Φιλ. 46, πρβλ. 156, Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· μετὰ δοτ. πράγμ., [[ἐμπίπτω]], [[οἴχομαι]] ἀ τάλαιν’, ἃ δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ Εὐρ. Τρῳ. 291 αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ Ξεν. Ἀπολ. 30· μεγίσταις ἡδοναῖς Πλάτ. Νόμ. 637Α· πρ. δήγματι Αἰλ. π. Ζ. 6. 51· - μετ’ αἰτ. μείζω βροτείας πρ. ὁμιλίας Εὐρ. Ἱππ. 19· - μετὰ προθ., ἐς Δίκας [[βάθρον]] προσέπεσες Σοφ. Ἀντ. 855, πρβλ. Πολύβ. 1. 39, 3, Πλούτ. 2. 788C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων. 1) ἐπὶ συμβεβηκότων, κττ., [[ἐπέρχομαι]] αἰφνιδίως, τινι Ἡρόδ. 1. 32, Εὐρ. Μήδ. 225, Ι. Τ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 22, Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., καὶ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, συμβαίνουσαι, Ἡρόδ. 7. 46, πρβλ. Ἰσοκρ. 417Β· αἱ πρ. τύχαι Θουκ. 1. 84· τὰ προσπεσόντα Εὐρ. Ἀποσπ. 507· τὰ πρ. γενναίως φέρειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283· ἡ πρ. ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 561C· τὰ πρ. ἡμῖν δείματα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 791C· πρὸς τὰ προσπίπτοντα, κατὰ τὰς περιστάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 4· τὰ πρ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 19· - [[οὕτως]], ὅ τι ἂν προσπέσῃ [[ἰχθύδιον]], quicquid oecureait, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 15. 2) ἐπὶ δαπάνης, [[ἐπιβαρύνω]] τινά, Θουκ. 7. 28. 3) [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ὦτά τινος, λέγομαι ὡς νεώτερον, Λατ. accidit nuntius, εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκε Αἰσχίν. 62. 6, πρβλ. Πολύβ. 5. 101, 3, Πλουτ. Περικλ. 16, κτλ.· εἰς Ρώμην Πολύβ. 9. 6, 1· - ἀπροσ., προσέπεσε, ἦλθεν [[ἀγγελία]] ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 25. 4, 10, πρβλ. 31. 22, 8. 4) ἐφαρμόζομαι, [[καλῶς]], ἐπὶ ἐπιδέσμου, προσπεπτωκός, ἀντίθετον τῷ χαλαρόν, Ἱππ. Ἀγμ. 755 ΙΙΙ. [[πίπτω]] εἰς τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]], Ἡρόδ. 1. 134, κ. ἀλλ.· ἀπολ., προσπεσὼν ἔχου Σοφ. Αἴ. 1181· προσπεσὼν... ἱκέτευε Πλάτ. Ἐπιστ. 349Α· [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· μετὰ δοτ., πρ. βωμοῖσι Σοφ. Τρ. 904, πρβλ. Ο. Κ. 1157· γόνασί τινος Εὐρ. Ὀρ. 1332, Ἀνδρ. 861, κτλ.· θεῶν πρὸς [[βρέτας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 31· πρὸς γόνυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 79. 2) μετ’ αἰτ., πρ. τινά, [[πίπτω]] [[κάτω]] ἐνώπιόν τινος, [[ἱκετεύω]] τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 537, Τρῳ. 757· πρ. βρέτη δαιμόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 95. Πρβλ. [[προσπίτνω]], [[προσκυνέω]] 2.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πίπτω Dor. ποτιπίπτω, aor. προσέπεσον, later ook προσέπεσα, vallen tegen met pers. als subj. tegen... vallen tegen... vallen, op... botsen: met prep..; ἐς Δίκας βάθρον προσέπεσες jij stootte tegen het altaar van het Recht Soph. Ant. 855; tegen het lijf lopen, ontmoeten, met dat.:; π.... Ἀναξαγόρᾳ toen hij Anaxagoras ontmoette Plat. Phaedr. 270a; belanden in; met dat..; δυστυχεστάτῳ π. κλήρῳ in een allerongelukkigst lot terechtkomen Eur. Tr. 291; met acc..; μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας beland in omstandigheden die grootser zijn dan menselijk gezelschap Eur. Hipp. 19; als pass. v. [[προσβάλλω]] geworpen worden tegen; met plaatsbep..; ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα op de plaats waar de wal tegen (de muur) werd gestort Thuc. 2.75.6; met dat.. ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ προσπεσεῖν φερόμενοι door winden voortgejaagd op de kust van Etrurië geworpen worden Plut. Rom. 1.1. aanvallen, zich storten op; met dat..; π. πόλεσιν ἀτειχίστοις zij vielen niet-ommuurde steden aan Thuc. 1.5.1; προσπίπτουσι πολλοὶ αὐτῷ zij stortten zich in groten getale op hem Xen. An. 7.1.21; overdr..; προσπίπτουσιν ἡδοναῖς καὶ ὕβρεσι zij storten zich op lust en gewelddadigheid Plat. Lg. 637a; abs.. προσπεσόντες ἐμάχοντο zij vielen aan en leverden strijd Xen. Cyr. 7.1.38. in de armen vallen, met dat.: προσπέσῃ τεκνοῖσι σοῖς; zul jij je kinderen omhelzen? Eur. IA 1191. neervallen voor, neervallen bij (als smekeling), met dat.:; βωμοῖσι π. neervallen voor altaren Soph. Tr. 904; δούλας γόνασι προσπέσω; zal ik voor de knieën van een slavin smekend neervallen? Eur. Andr. 860; overdr. smeken, bij iem. aandringen:; προσπεσόντων... αὐτῷ τῶν βελτίστων omdat de aristocraten hem dat dringend vroegen Xen. Hell. 7.1.42; ook abs. en met prep. met zaak als subj. overkomen, ten deel vallen, met dat.:; ἐμοὶ δ’ ἄελπτον πρᾶγμα π. mij overkwam iets onverwachts Eur. Med. 225; τὰ προσπίπτονθ’ ἡμῖν δείματα de angsten die ons overvallen Plat. Lg. 791c; zich voordoen, voorvallen, er zijn:. ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων doordat de overige onkosten hoog uitvielen Thuc. 7.28.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj