Anonymous

προσαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> parler à, dire à ; <i>abs.</i> saluer. acc.;<br /><b>2</b> appeler de tel ou tel nom : τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεύειν ποιμένα λαῶν XÉN appeler Agamemnon un pasteur de peuples ; βασιλέα προσαγορεύειν τινά PLUT saluer qqn du titre de roi.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀγορεύω]].
|btext=<b>1</b> parler à, dire à ; <i>abs.</i> saluer. acc.;<br /><b>2</b> appeler de tel ou tel nom : τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεύειν ποιμένα λαῶν XÉN appeler Agamemnon un pasteur de peuples ; βασιλέα προσαγορεύειν τινά PLUT saluer qqn du titre de roi.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσᾰγορεύω''': τούτου ὁ Ἀττ. ἀόρ. [[εἶναι]] [[προσεῖπον]], μέλλ. καὶ πρκμ. προσερῶ, προσείρηκα· (ἀλλ’ ἀπαντᾷ προσαγορεῦσαι ἐν τοῖς Ἀπομνημ. Ξενοφ. 3. 2, 1, προσαγορεύσομεν Πλάτ. Θεαίτ. 147Ε), παθ. ἀόρ. προσερρήθην (ἀλλὰ προσηγορεύθην Αἰσχύλ Πρ. 834, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2. 4, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16)· ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 1, Πλάτ. Θεαίτ. 152D, 182D κἑξ., [[ἔνθα]] [[προσαγορεύω]], [[προσεῖπον]], κτλ., ἀπαντῶσι πλησίον [[ἀλλήλων]]. Προσφωνῶ, [[χαιρετίζω]], [[ἀσπάζομαι]], λατ. salutare, τινὰ Ἡρόδ. 1. 134, 2. 80· δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, ἐν δυστυχίᾳ ὄντας δὲν χαιρετίζουσιν ἡμᾶς, Θουκ. 6. 16· πρ. τινὰ δι’ εὐχῆς Πλάτ. Νόμ. 823D· πόρρωθεν πρ. Θεοφρ. Χαρ. 3· ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 315Β. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., προσφωνῶ τινα ἢ [[χαιρετίζω]] ὀνομάζων, [[ὀνομάζω]], καλῶ, [[λέγω]], ὑφ’ ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς [[δάμαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 834· Δίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 950· τὸν αὐτὸν πατέρα πρ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· βασιλέα πρ. τινὰ Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. Πομπ. 8, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν [[εἶναι]] προσαγορεύεις Πλάτ. Φίληβ. 13Β, πρβλ. Πρωτ. 325Α· πρ. τινὰ χαίρειν, χαιρετίζειν ἢ ἀποχαιρετίζειν τινά, Ἀριστοφ. Πλ. 323, Πλάτ. Νόμ. 771Α· οὕτω, μετὰ τοῦ χαίρειν πρ. τινὰ Πλουτ. Φωκ. 17. 3) καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]]…, τὸν Ἀγαμέμνονα πρ. ποιμένα λαῶν Ξεν. Ἀπομν. 3. 2, 1· τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Πλάτ. Πολ. 428D, πρβλ. Γοργ. 474Ε, Σοφ. 216C, Λυκοῦργ. 151. 16· πρ. τινὰ ὀνόματι Ἀντιφῶν 146. 7, Πλάτ. Πολιτ. 291Ε, κτλ.· ὀνομαστὶ πρ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 47· τοῦτο [[τοὔνομα]] πρ. [[σφᾶς]] αὐτοὺς Πολύβ. 1. 8, 1. ― Παθ., καλοῦμαι, ἐκ τῆς ἑταιρίας [[ἑταίρα]] [[τοὔνομα]] προσηγορεύθη Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2· [[λίθος]] Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16· συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς ἐν Πολ. 579Ε, ἐν Φιλήβ. 54Α· τῷ ὀνόματί τινος, ἑνὶ ὀν. πρ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 205C, Σοφ. 219Β, κτλ. ΙΙ. ἀποδίδω εἴς τινα, τινί τι Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 147D. ΙΙΙ. δηλῶ, [[λέγω]], [[μνημονεύω]], «[[ἀναφέρω]]», τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Ε.
|elnltext=προσ-αγορεύω, aor. προσεῖπον, aor. pass. προσερρήθην; perf. προσείρηκα, med.-pass. προσείρημαι; fut. προσερῶ, fut. pass. προσρηθήσομαι toespreken, groeten; met acc..; π. ἀλλήλους elkaar begroeten Hdt. 2.80.2; abs..; πόρρωθεν προσαγορεῦσαι van verre begroeten Thphr. Char. 5.2; pass.. προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ’ ἔσεσθαι jij bent begroet als de beroemde toekomstige echtgenote van Zeus Aeschl. PV 834; δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα als we door ongeluk getroffen zijn spreekt men niet met ons Thuc. 6.16.4. (bij naam) noemen, aanspreken als, met dubbele acc.:; Δίκαν δέ νιν προσαγορευόμεν wij noemen haar bij de naam Rechtvaardigheid Aeschl. Ch. 950; Ὅμηρον... τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεῦσαι ποιμένα λαῶν dat Homerus Agamemnon de naam ‘herder van het krijgsvolk’ heeft gegeven Xen. Mem. 3.2.1; τὴν αὐτὴν μητέρα καὶ τὸν αὐτὸν πατέρα π. dezelfde vrouw als moeder en dezelfde man als vader aanspreken Xen. Cyr. 8.7.14; met εἶναι:; ἓν αὐτὸ προσαγορεύω εἶναι ἀνδρὸς ἀρετήν dit ene noem ik de deugd van de man Plat. Prot. 325a; τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; welke kwalificatie geef je de polis? Plat. Resp. 428d; pass.. προσαγορευθείς... αὐτοκράτωρ begroet als imperator Plut. Pomp. 8.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰγορεύω:''' (fut. [[προσερῶ]], aor. 2 [[προσεῖπον]] - эп. [[προσέειπον]] и προτιεῖπον, aor. 1 [[προσεῖπα]] - реже προσηγόρευσα; aor. pass. [[προσερρήθην]] и προσηγορεύθην)<br /><b class="num">1)</b> [[обращаться]]: π. δι᾽ εὐχῇς τοὺς νέους Plat. обращаться к юношам с пожеланием;<br /><b class="num">2)</b> [[обращаться с приветствием]], [[приветствовать]] (ἀλλήλους Her.): χαίρειν π. τινά Arph., Plat. обратиться к кому-л. с приветствием (тж. прощальным);<br /><b class="num">3)</b> [[называть]], [[именовать]]: σχήματα καλὰ π. Plat. называть формы красивыми; τὸν Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν π. Xen. именовать Агамемнона пастырем народов; π. τινὰ ὀνόματι Plat. давать кому-л. имя; π. τινὰ [[ὀνομαστί]] Xen. обращаться к кому-л. или называть кого-л. по имени;<br /><b class="num">4)</b> [[приписывать]] (τί τινι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[заявлять]], [[высказывать]] (τι ἐν ἀρχῇ τῶν νόμων Plat.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προσᾰγορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>· ([[αλλά]] ο Αττ. αόρ. είναι [[προσεῖπον]]), μέλ. και παρακ. <i>προσερῶ</i>, [[προσείρηκα]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>προσηγορεύθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[απευθύνω]], [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], Λατ. [[salutare]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα</i>, στη [[δυστυχία]] δεν μας χαιρετούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με διπλ. αιτ., [[προσφωνώ]] ή [[χαιρετώ]] κάποιον, <i>Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν</i>, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν [[πατέρα]] [[προσαγορεύω]], σε Ξεν.· με απαρ., [[προσαγορεύω]] τινὰ χαίρειν, [[χαιρετώ]] ή [[αποχαιρετώ]] κάποιον με [[προσφώνηση]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλώ]] με το όνομα, [[αποκαλώ]], <i>τὸνἈγαμέμνονα</i>, [[προσαγορεύω]] ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· <i>τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσᾰγορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>· ([[αλλά]] ο Αττ. αόρ. είναι [[προσεῖπον]]), μέλ. και παρακ. <i>προσερῶ</i>, [[προσείρηκα]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>προσηγορεύθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[απευθύνω]], [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], Λατ. [[salutare]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα</i>, στη [[δυστυχία]] δεν μας χαιρετούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με διπλ. αιτ., [[προσφωνώ]] ή [[χαιρετώ]] κάποιον, <i>Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν</i>, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν [[πατέρα]] [[προσαγορεύω]], σε Ξεν.· με απαρ., [[προσαγορεύω]] τινὰ χαίρειν, [[χαιρετώ]] ή [[αποχαιρετώ]] κάποιον με [[προσφώνηση]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλώ]] με το όνομα, [[αποκαλώ]], <i>τὸνἈγαμέμνονα</i>, [[προσαγορεύω]] ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· <i>τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις</i>, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσᾰγορεύω:''' (fut. [[προσερῶ]], aor. 2 [[προσεῖπον]] - эп. [[προσέειπον]] и προτιεῖπον, aor. 1 [[προσεῖπα]] - реже προσηγόρευσα; aor. pass. [[προσερρήθην]] и προσηγορεύθην)<br /><b class="num">1)</b> [[обращаться]]: π. δι᾽ εὐχῇς τοὺς νέους Plat. обращаться к юношам с пожеланием;<br /><b class="num">2)</b> [[обращаться с приветствием]], [[приветствовать]] (ἀλλήλους Her.): χαίρειν π. τινά Arph., Plat. обратиться к кому-л. с приветствием (тж. прощальным);<br /><b class="num">3)</b> [[называть]], [[именовать]]: σχήματα καλὰ π. Plat. называть формы красивыми; τὸν Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν π. Xen. именовать Агамемнона пастырем народов; π. τινὰ ὀνόματι Plat. давать кому-л. имя; π. τινὰ [[ὀνομαστί]] Xen. обращаться к кому-л. или называть кого-л. по имени;<br /><b class="num">4)</b> [[приписывать]] (τί τινι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[заявлять]], [[высказывать]] (τι ἐν ἀρχῇ τῶν νόμων Plat.).
|lstext='''προσᾰγορεύω''': τούτου ὁ Ἀττ. ἀόρ. [[εἶναι]] [[προσεῖπον]], μέλλ. καὶ πρκμ. προσερῶ, προσείρηκα· (ἀλλ’ ἀπαντᾷ προσαγορεῦσαι ἐν τοῖς Ἀπομνημ. Ξενοφ. 3. 2, 1, προσαγορεύσομεν Πλάτ. Θεαίτ. 147Ε), παθ. ἀόρ. προσερρήθην (ἀλλὰ προσηγορεύθην Αἰσχύλ Πρ. 834, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2. 4, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16)· ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 1, Πλάτ. Θεαίτ. 152D, 182D κἑξ., [[ἔνθα]] [[προσαγορεύω]], [[προσεῖπον]], κτλ., ἀπαντῶσι πλησίον [[ἀλλήλων]]. Προσφωνῶ, [[χαιρετίζω]], [[ἀσπάζομαι]], λατ. salutare, τινὰ Ἡρόδ. 1. 134, 2. 80· δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, ἐν δυστυχίᾳ ὄντας δὲν χαιρετίζουσιν ἡμᾶς, Θουκ. 6. 16· πρ. τινὰ δι’ εὐχῆς Πλάτ. Νόμ. 823D· πόρρωθεν πρ. Θεοφρ. Χαρ. 3· ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 315Β. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., προσφωνῶ τινα ἢ [[χαιρετίζω]] ὀνομάζων, [[ὀνομάζω]], καλῶ, [[λέγω]], ὑφ’ ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς [[δάμαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 834· Δίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 950· τὸν αὐτὸν πατέρα πρ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· βασιλέα πρ. τινὰ Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. Πομπ. 8, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν [[εἶναι]] προσαγορεύεις Πλάτ. Φίληβ. 13Β, πρβλ. Πρωτ. 325Α· πρ. τινὰ χαίρειν, χαιρετίζειν ἢ ἀποχαιρετίζειν τινά, Ἀριστοφ. Πλ. 323, Πλάτ. Νόμ. 771Α· οὕτω, μετὰ τοῦ χαίρειν πρ. τινὰ Πλουτ. Φωκ. 17. 3) καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]]…, τὸν Ἀγαμέμνονα πρ. ποιμένα λαῶν Ξεν. Ἀπομν. 3. 2, 1· τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Πλάτ. Πολ. 428D, πρβλ. Γοργ. 474Ε, Σοφ. 216C, Λυκοῦργ. 151. 16· πρ. τινὰ ὀνόματι Ἀντιφῶν 146. 7, Πλάτ. Πολιτ. 291Ε, κτλ.· ὀνομαστὶ πρ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 47· τοῦτο [[τοὔνομα]] πρ. [[σφᾶς]] αὐτοὺς Πολύβ. 1. 8, 1. ― Παθ., καλοῦμαι, ἐκ τῆς ἑταιρίας [[ἑταίρα]] [[τοὔνομα]] προσηγορεύθη Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2· [[λίθος]] Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16· συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς ἐν Πολ. 579Ε, ἐν Φιλήβ. 54Α· τῷ ὀνόματί τινος, ἑνὶ ὀν. πρ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 205C, Σοφ. 219Β, κτλ. ΙΙ. ἀποδίδω εἴς τινα, τινί τι Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 147D. ΙΙΙ. δηλῶ, [[λέγω]], [[μνημονεύω]], «[[ἀναφέρω]]», τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αγορεύω, aor. προσεῖπον, aor. pass. προσερρήθην; perf. προσείρηκα, med.-pass. προσείρημαι; fut. προσερῶ, fut. pass. προσρηθήσομαι toespreken, groeten; met acc..; π. ἀλλήλους elkaar begroeten Hdt. 2.80.2; abs..; πόρρωθεν προσαγορεῦσαι van verre begroeten Thphr. Char. 5.2; pass.. προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ’ ἔσεσθαι jij bent begroet als de beroemde toekomstige echtgenote van Zeus Aeschl. PV 834; δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα als we door ongeluk getroffen zijn spreekt men niet met ons Thuc. 6.16.4. (bij naam) noemen, aanspreken als, met dubbele acc.:; Δίκαν δέ νιν προσαγορευόμεν wij noemen haar bij de naam Rechtvaardigheid Aeschl. Ch. 950; Ὅμηρον... τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεῦσαι ποιμένα λαῶν dat Homerus Agamemnon de naam ‘herder van het krijgsvolk’ heeft gegeven Xen. Mem. 3.2.1; τὴν αὐτὴν μητέρα καὶ τὸν αὐτὸν πατέρα π. dezelfde vrouw als moeder en dezelfde man als vader aanspreken Xen. Cyr. 8.7.14; met εἶναι:; ἓν αὐτὸ προσαγορεύω εἶναι ἀνδρὸς ἀρετήν dit ene noem ik de deugd van de man Plat. Prot. 325a; τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; welke kwalificatie geef je de polis? Plat. Resp. 428d; pass.. προσαγορευθείς... αὐτοκράτωρ begroet als imperator Plut. Pomp. 8.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj