Anonymous

προεισφέρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=faire l'avance d'une somme pour les impôts de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἰσφέρω]].
|btext=faire l'avance d'une somme pour les impôts de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἰσφέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προεισφέρω''': εἰσφέρῳ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, in Med. 2) [[παρέχω]] χρήματα, πληρώνω τὴν εἰσφορὰν ὑπέρ τινος, Δημ. 1046. 24· [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] ὁ αὐτ. 1208. 25· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2140a 2, 2423b. 3) [[εἰσάγω]] πρότερον, νόμον Πολυδ. Ε΄, 166.
|elnltext=προ-εισφέρω vooruitbetalen.
}}
{{elru
|elrutext='''προεισφέρω:''' (fut. [[προεισοίσω]], aor. προεισήνεγκα) вносить первым (sc. εἰσφοράς Dem.): π. [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] Dem. раньше платить собственные налоги.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προεισφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. βʹ <i>-ήνεγκον</i>· [[παρέχω]] χρήματα για την [[πληρωμή]] της <i>εἰσφορᾶς</i> για άλλους, σε Δημ.
|lsmtext='''προεισφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. βʹ <i>-ήνεγκον</i>· [[παρέχω]] χρήματα για την [[πληρωμή]] της <i>εἰσφορᾶς</i> για άλλους, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προεισφέρω:''' (fut. [[προεισοίσω]], aor. προεισήνεγκα) вносить первым (sc. εἰσφοράς Dem.): π. [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] Dem. раньше платить собственные налоги.
|lstext='''προεισφέρω''': εἰσφέρῳ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, in Med. 2) [[παρέχω]] χρήματα, πληρώνω τὴν εἰσφορὰν ὑπέρ τινος, Δημ. 1046. 24· [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] ὁ αὐτ. 1208. 25· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2140a 2, 2423b. 3) [[εἰσάγω]] πρότερον, νόμον Πολυδ. Ε΄, 166.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εισφέρω vooruitbetalen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -οίσω aor2 -ήνεγκον<br />to [[advance]] [[money]] to pay the [[εἰσφορά]] for others, Dem.
|mdlsjtxt=fut. -οίσω aor2 -ήνεγκον<br />to [[advance]] [[money]] to pay the [[εἰσφορά]] for others, Dem.
}}
}}