3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=s'attacher à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱζάνω]]. | |btext=s'attacher à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱζάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσ-ιζάνω naast... (gaan) zitten, tegen... aan gaan zitten; met πρός + acc. of met dat.; overdr..; πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει rampspoed hecht zich aan telkens weer andere mensen Aeschl. PV 278; ἐχθρά μοι... ἀρὰ... προσιζάνει de hatelijke vervloeking zit aan mij vast Aeschl. Sept. 696; abs. van kleding strak zitten. Luc. 59.10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσιζάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[садиться или сидеть рядом]], [[держаться возле]] (ἡ [[μέλιττα]] πρὸς τὰ γλυκέα προσιζάνει Arst.): ὄμμασιν π. τινί Aesch. не спускать глаз с кого-л.; πρὸς ἄλλοτ᾽ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει Aesch. несчастье поражает то одного, то другого;<br /><b class="num">2)</b> [[плотно облегать]] (ἡ ἐσθὴς προσιζάνουσα Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προσιζάνω:''' [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ [[προσιζάνω]], σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., [[προσχωρώ]], προσκολλώμαι σε κάποιον, [[ἀρά]] μοι [[προσιζάνω]], στον ίδ. | |lsmtext='''προσιζάνω:''' [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ [[προσιζάνω]], σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., [[προσχωρώ]], προσκολλώμαι σε κάποιον, [[ἀρά]] μοι [[προσιζάνω]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσιζάνω''': [[προσκάθημαι]], ἡ [[μέλιττα]] πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ [[μῶμος]] οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· [[ὡσαύτως]], [[προσκάθημαι]], προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, [[οἷον]] ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι [[καλῶς]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to sit by or near, c. acc., πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ πρ. Aesch.:—metaph., c. dat., to [[cleave]] to, cling to, ἀρά μοι πρ. Aesch. | |mdlsjtxt=<br />to sit by or near, c. acc., πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ πρ. Aesch.:—metaph., c. dat., to [[cleave]] to, cling to, ἀρά μοι πρ. Aesch. | ||
}} | }} |