Anonymous

προτιόσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i>, impér. 2ᵉ sg. προτιόσσεο, et <i>impf. 3ᵉ sg.</i> προτιόσσετο;<br /><b>1</b> jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, regarder, acc.;<br /><b>2</b> voir devant soi, prévoir, pressentir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προτί]], [[ὄσσομαι]].
|btext=<i>seul. prés.</i>, impér. 2ᵉ sg. προτιόσσεο, et <i>impf. 3ᵉ sg.</i> προτιόσσετο;<br /><b>1</b> jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, regarder, acc.;<br /><b>2</b> voir devant soi, prévoir, pressentir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προτί]], [[ὄσσομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προτιόσσομαι''': Ἐπικ. ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ, καὶ παρατατ. καὶ [[οὐδέποτε]] ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ προσόσσομαι· ― [[προσβλέπω]], μηδέ τιν᾿ ἀνθρώπων προτιόσσεο, πρόσβλεπε, Ὀδ. Η. 31, πρβλ. Ψ. 365. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[βλέπω]] σταθερῶς, [[προβλέπω]], [[περιμένω]], [[κραδίη]] προτιόσσετ’ ὄλεθρον, «προορᾶται προσδέχεται» (Ἡσύχ.), Ε. 389· θάνατον προτιόσσετο θυμὸς [[ἀγήνωρ]], προέβλεπε, προσεδέχετο, Ξ. 219· ― καὶ οὕτω πιθαν., ἦ σ᾿ εὖ γιγνώσκων [[προτιόσσομαι]] Ἰλ. Χ. 356. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «προτιόσσεται· προορᾶται, προσδέχεται, προσαγορεύει»· ― «[[προτιόσσομαι]], [[προσβλέπω]]. ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορὰ» Σουΐδ.
|elnltext=προτι-όσσομαι, ep. aankijken. overdr. voorspellen:. οὔ ποτέ μοι θάνατον προτιόσσετο θυμός nooit voorspelde mijn hart mij de dood Od. 14.219.
}}
{{elru
|elrutext='''προτιόσσομαι:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[взглядывать]], [[смотреть]] (μή τινα προτιόσσεο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[предвидеть]], [[предчувствовать]] (ὄλεθρον, θάνατον Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προτιόσσομαι:''' Επικ., αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ποτέ]] στον κοινό τύπο <i>προσ-όσσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσβλέπω]] ή [[κοιτάζω]] προς τα πάνω, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το νου, [[βλέπω]] [[σταθερά]], [[περιμένω]], <i>θάνατον</i>, στο ίδ.· ἦ σ' εὖ γιγνώσκων [[προτιόσσομαι]], από αυτές τις δικές [[σου]] βαθιές γνώσεις στις οποίες [[προσβλέπω]] τη [[μοίρα]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προτιόσσομαι:''' Επικ., αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ποτέ]] στον κοινό τύπο <i>προσ-όσσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσβλέπω]] ή [[κοιτάζω]] προς τα πάνω, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το νου, [[βλέπω]] [[σταθερά]], [[περιμένω]], <i>θάνατον</i>, στο ίδ.· ἦ σ' εὖ γιγνώσκων [[προτιόσσομαι]], από αυτές τις δικές [[σου]] βαθιές γνώσεις στις οποίες [[προσβλέπω]] τη [[μοίρα]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προτιόσσομαι:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[взглядывать]], [[смотреть]] (μή τινα προτιόσσεο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[предвидеть]], [[предчувствовать]] (ὄλεθρον, θάνατον Hom.).
|lstext='''προτιόσσομαι''': Ἐπικ. ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ, καὶ παρατατ. καὶ [[οὐδέποτε]] ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ προσόσσομαι· ― [[προσβλέπω]], μηδέ τιν᾿ ἀνθρώπων προτιόσσεο, πρόσβλεπε, Ὀδ. Η. 31, πρβλ. Ψ. 365. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[βλέπω]] σταθερῶς, [[προβλέπω]], [[περιμένω]], [[κραδίη]] προτιόσσετ’ ὄλεθρον, «προορᾶται προσδέχεται» (Ἡσύχ.), Ε. 389· θάνατον προτιόσσετο θυμὸς [[ἀγήνωρ]], προέβλεπε, προσεδέχετο, Ξ. 219· ― καὶ οὕτω πιθαν., ἦ σ᾿ εὖ γιγνώσκων [[προτιόσσομαι]] Ἰλ. Χ. 356. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «προτιόσσεται· προορᾶται, προσδέχεται, προσαγορεύει»· ― «[[προτιόσσομαι]], [[προσβλέπω]]. ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορὰ» Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προτι-όσσομαι, ep. aankijken. overdr. voorspellen:. οὔ ποτέ μοι θάνατον προτιόσσετο θυμός nooit voorspelde mijn hart mij de dood Od. 14.219.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic Dep., only in pres. and imperf., [[never]] in the [[common]] [[form]] προσ-όσσομαι]<br /><b class="num">I.</b> to [[look]] at or [[upon]], Od.<br /><b class="num">II.</b> of the [[mind]], to [[look]] on, [[look]] steadfastly on, θάνατον Od.; ἦ σ' εὖ γιγνώσκων [[προτιόσσομαι]] from [[thorough]] [[knowledge]] of thee I [[look]] on my [[fate]], Il.
|mdlsjtxt=[epic Dep., only in pres. and imperf., [[never]] in the [[common]] [[form]] προσ-όσσομαι]<br /><b class="num">I.</b> to [[look]] at or [[upon]], Od.<br /><b class="num">II.</b> of the [[mind]], to [[look]] on, [[look]] steadfastly on, θάνατον Od.; ἦ σ' εὖ γιγνώσκων [[προτιόσσομαι]] from [[thorough]] [[knowledge]] of thee I [[look]] on my [[fate]], Il.
}}
}}