Anonymous

προσεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
|elnltext=προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' [[приподниматься]]: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' [[приподниматься]]: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. -ανέστην<br />to [[rise]] up to, πρός τι Plut.
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. -ανέστην<br />to [[rise]] up to, πρός τι Plut.
}}
}}