Anonymous

πονηρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se conduire mal, agir méchamment.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]].
|btext=se conduire mal, agir méchamment.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πονηρεύομαι''': ἀποθ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 173, ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. εἶμαι κακός, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι πανούργως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· οἱ πεπονηρευμένοι Δημ. 351. 9· πρβλ. Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 9, κτλ.
|elnltext=πονηρεύομαι [πονηρός] er slecht aan toe zijn. Hp. zich slecht gedragen.
}}
{{elru
|elrutext='''πονηρεύομαι:''' [[дурно поступать]], [[мошенничать]]: οἱ πεπονηρευομένοι Dem. и οἱ πονηρευόμενοι Plut. мошенники, плуты.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πονηρεύομαι:''' αποθ., είμαι [[κακός]], [[ενεργώ]] με [[πανουργία]], φέρομαι ως [[απατεώνας]], σε Αριστ.· <i>οἱ πεπονηρευμένοι</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''πονηρεύομαι:''' αποθ., είμαι [[κακός]], [[ενεργώ]] με [[πανουργία]], φέρομαι ως [[απατεώνας]], σε Αριστ.· <i>οἱ πεπονηρευμένοι</i>, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πονηρεύομαι:''' [[дурно поступать]], [[мошенничать]]: οἱ πεπονηρευομένοι Dem. и οἱ πονηρευόμενοι Plut. мошенники, плуты.
|lstext='''πονηρεύομαι''': ἀποθ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 173, ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. εἶμαι κακός, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι πανούργως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, οἱ πεπονηρευμένοι Δημ. 351. 9· πρβλ. Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 9, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πονηρεύομαι [πονηρός] er slecht aan toe zijn. Hp. zich slecht gedragen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πονηρεύομαι]],<br />Dep. to be [[evil]], act [[wickedly]], [[play]] the [[rogue]], Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.
|mdlsjtxt=[[πονηρεύομαι]],<br />Dep. to be [[evil]], act [[wickedly]], [[play]] the [[rogue]], Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.
}}
}}