Anonymous

προωθέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προωθήσω <i>et</i> προώσω ; <i>ao.</i> προέωσα;<br />pousser en avant ; faire avancer, pousser.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὠθέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προωθήσω <i>et</i> προώσω ; <i>ao.</i> προέωσα;<br />pousser en avant ; faire avancer, pousser.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὠθέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προωθέω''': μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. [[πρώσας]] Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ [[ἐπείγω]], «[[βιάζω]]», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ [[μακράν]], ὅρος [[παλαιστικός]], Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|elnltext=προ-ωθέω naar voren duwen.
}}
{{elru
|elrutext='''προωθέω:''' (fut. προωθήσω и προωθώσω, aor. προέωσα; part. aor. προώσας - стяж. [[πρώσας]])<br /><b class="num">1)</b> [[толкать вперед]], [[подталкивать]], [[подвигать]] Luc., Anth.: προωθῶν αὑτόν Xen. устремившись, рванувшись;<br /><b class="num">2)</b> [[побуждать]], [[понуждать]] (τινα ἐπί τι и ποιεῖν τι Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έωσα</i>, συνηρ. μτχ. [[πρώσας]]· [[σπρώχνω]] προς τα [[εμπρός]], [[σπρώχνω]] ή [[πιέζω]], σε Πλάτ.· [[προωθέω]] αὑτόν, [[εφορμώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έωσα</i>, συνηρ. μτχ. [[πρώσας]]· [[σπρώχνω]] προς τα [[εμπρός]], [[σπρώχνω]] ή [[πιέζω]], σε Πλάτ.· [[προωθέω]] αὑτόν, [[εφορμώ]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προωθέω:''' (fut. προωθήσω и προωθώσω, aor. προέωσα; part. aor. προώσας - стяж. [[πρώσας]])<br /><b class="num">1)</b> [[толкать вперед]], [[подталкивать]], [[подвигать]] Luc., Anth.: προωθῶν αὑτόν Xen. устремившись, рванувшись;<br /><b class="num">2)</b> [[побуждать]], [[понуждать]] (τινα ἐπί τι и ποιεῖν τι Plut.).
|lstext='''προωθέω''': μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. [[πρώσας]] Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ [[ἐπείγω]], «[[βιάζω]]», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ [[μακράν]], ὅρος [[παλαιστικός]], Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ωθέω naar voren duwen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ωθήσω fut. -ώσω aor1 -έωσα [[part]]. [[πρώσας]]<br />to [[push]] [[forward]], [[push]] or [[urge]] on, Plat.; πρ. αὑτόν to [[rush]] on, Xen.
|mdlsjtxt=fut. -ωθήσω fut. -ώσω aor1 -έωσα [[part]]. [[πρώσας]]<br />to [[push]] [[forward]], [[push]] or [[urge]] on, Plat.; πρ. αὑτόν to [[rush]] on, Xen.
}}
}}