Anonymous

ποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἐποτῶμην, <i>f.</i> ποτήσομαι, <i>ao.</i> ἐποτήθην, <i>pf.</i> πεπότημαι <i>au sens du prés.</i><br />voler, voltiger ; <i>fig. en parl. d'une prière qui s'envole des lèvres, d'un cri</i> ; s'envoler, disparaître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πέτομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἐποτῶμην, <i>f.</i> ποτήσομαι, <i>ao.</i> ἐποτήθην, <i>pf.</i> πεπότημαι <i>au sens du prés.</i><br />voler, voltiger ; <i>fig. en parl. d'une prière qui s'envole des lèvres, d'un cri</i> ; s'envoler, disparaître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποτάομαι''': ποιητ. θαμιστ. τοῦ [[πέτομαι]], Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ποτέομαι]] Ὅμ., [[ὅστις]] χρῆται [[ὡσαύτως]] τῷ συνῃρ. τύπῳ (ἴδε κατωτ.)· Αἰολ. β΄ ἑνικ. πότῃ Σαπφὼ 43· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ποτῆται, Ἀλκμὰν 13· Δωρ. μετοχ. ποτήμενος, Θεόκρ. 29. 30· ― μέλλ. ποτήσομαι Μόσχ. 2. 141· ― ἀόρ. ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [ᾱ] Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· ― πρκμ. πεπότημαι Δωρ. -ᾶμαι (ἴδε κατωτ.): ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ, εἰς Φρύν. 581· ὀρνίθων ἔθνεα [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] ποτῶνται Ἰλ. Β. 462· νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Ὀδ. Ω. 7· κεραυνοὶ ποτέοντο Ἡσ. Θ. 691· ποτώμεναι ἄλλοτ’ ἐπ’ [[ἄλλῃ]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 558· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. [[ἁπλῶς]] = [[πέτομαι]], «πετῶ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 576, Εὐρ. Ι. Τ. 394, κτλ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, ἐπὶ τῶν μάταια ἐπιχειρούντων (πρβλ. [[πέτομαι]] ΙΙ), Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐπὶ ἤχων, βοὰ π. Αἰσχύλ. Θήβ. 84· ἐκ στομάτων εὐχὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 657· ― πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ.), «πετῶ», ψυχὴ δ’… ἀποπταμένη πεπότηται Ὀδ. Λ. 222· [μέλισσαι] αἱ μὲν τ’ [[ἔνθα]]… πεποτήαται, αἱ δέ τε [[ἔνθα]] Ἰλ. Β. 90· [[ἔρις]] πεπότητο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· Δωρ. πεπότᾱμαι, μεταφορ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 669, Εὐμ. 379. 2) μεταφορ., [[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας… ποτᾶται, περιέρχεται, συχνάζει, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 378, πρβλ. Πέρσ. 669. 3) εἶμαι ἕτοιμος νὰ «πετάξω», εἶμαι [[μετέωρος]], οὐκ ἐπ’ ἀγλαΐαις… θυμὸν πεπόταμαι Εὐρ. Ἱππ. 564· ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας, κωμ. [[φράσις]] παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1445· πρβλ. [[ἐκποτάομαι]], [[ἀναπτερόω]].
|elnltext=ποτάομαι [~ πέτομαι] Aeol. praes. 2 sing. πότῃ of πότᾳ, 3 plur. ποτῶνται, Ion. ποτέονται, Aeol. ptc. n. plur. ποτήμενα; Ion. imperf. 3 plur. ποτέοντο; aor. pass. ( act. bet. ) ἐποτήθην; perf. πεπότημαι, Dor. 3 sing. πεπότᾱται, ep. 3 plur. πεποτήαται, inf. πεποτῆσθαι, fladderen, vliegen:; ὡς δ’ ὅτε νυκτερίδες... τρίζουσαι ποτέονται zoals wanneer vleermuizen piepend rondfladderen Od. 24.7; ψυχὴ δ’... ἀποπταμένη πεπότηται de ziel vliegt weg en is gevlogen (d.w.z. verdwenen) Od. 11.222; ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτώμενοι over zee en land vliegend Aeschl. Ag. 576; overdr.. τίπτε μοι... δεῖμα προστατήριον καρδίας... ποτᾶται; waarom vliegt angst die mijn hart bevangt mij aan? Aeschl. Ag. 978; πεποτῆσθαι τὰς φρένας dat zijn geest in hoger sferen is Aristoph. Av. 1445.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτάομαι:''' эп. [[ποτέομαι]] (impf. ἐποταόμην, fut. ποτήσομαι, aor. ἐποτήθην, pf. со знач. praes. [[πεπότημαι]] - дор. πεπότᾱμαι, эп. 3 л. pl. [[πεποτήαται]]) летать, порхать ([[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Hom.): βοὰ ποτᾶται Aesch. несется шум.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ποτάομαι:''' Επικ. -έομαι, θαμιστικό του [[πέτομαι]]· Δωρ. μτχ. <i>ποτήμενος</i>· μέλ. <i>ποτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποτήθην</i>, Δωρ. -άθην [ᾱ], παρακ. [[πεπότημαι]], Δωρ. <i>-ᾶμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεποτήᾰται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπότητο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· <i>κεραυνοὶ ποτέοντο</i>, σε Ησίοδ.· [[απλώς]], = [[πέτομαι]], [[πετώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], λέγεται για μάταιες αναζητήσεις, σε Θεόκρ.· παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.), είμαι [[έτοιμος]] να πετάξω, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., μετεωρίζομαι, [[τριγυρίζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι σε [[πτήση]], [[φτερουγίζω]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ποτάομαι:''' Επικ. -έομαι, θαμιστικό του [[πέτομαι]]· Δωρ. μτχ. <i>ποτήμενος</i>· μέλ. <i>ποτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποτήθην</i>, Δωρ. -άθην [ᾱ], παρακ. [[πεπότημαι]], Δωρ. <i>-ᾶμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεποτήᾰται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπότητο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· <i>κεραυνοὶ ποτέοντο</i>, σε Ησίοδ.· [[απλώς]], = [[πέτομαι]], [[πετώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], λέγεται για μάταιες αναζητήσεις, σε Θεόκρ.· παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.), είμαι [[έτοιμος]] να πετάξω, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., μετεωρίζομαι, [[τριγυρίζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι σε [[πτήση]], [[φτερουγίζω]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποτάομαι:''' эп. [[ποτέομαι]] (impf. ἐποταόμην, fut. ποτήσομαι, aor. ἐποτήθην, pf. со знач. praes. [[πεπότημαι]] - дор. πεπότᾱμαι, эп. 3 л. pl. [[πεποτήαται]]) летать, порхать ([[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Hom.): βοὰ ποτᾶται Aesch. несется шум.
|lstext='''ποτάομαι''': ποιητ. θαμιστ. τοῦ [[πέτομαι]], Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ποτέομαι]] Ὅμ., [[ὅστις]] χρῆται [[ὡσαύτως]] τῷ συνῃρ. τύπῳ (ἴδε κατωτ.)· Αἰολ. β΄ ἑνικ. πότῃ Σαπφὼ 43· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ποτῆται, Ἀλκμὰν 13· Δωρ. μετοχ. ποτήμενος, Θεόκρ. 29. 30· ― μέλλ. ποτήσομαι Μόσχ. 2. 141· ― ἀόρ. ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [] Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· ― πρκμ. πεπότημαι Δωρ. -ᾶμαι (ἴδε κατωτ.): ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ, εἰς Φρύν. 581· ὀρνίθων ἔθνεα [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] ποτῶνται Ἰλ. Β. 462· νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Ὀδ. Ω. 7· κεραυνοὶ ποτέοντο Ἡσ. Θ. 691· ποτώμεναι ἄλλοτ’ ἐπ’ [[ἄλλῃ]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 558· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. [[ἁπλῶς]] = [[πέτομαι]], «πετῶ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 576, Εὐρ. Ι. Τ. 394, κτλ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, ἐπὶ τῶν μάταια ἐπιχειρούντων (πρβλ. [[πέτομαι]] ΙΙ), Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐπὶ ἤχων, βοὰ π. Αἰσχύλ. Θήβ. 84· ἐκ στομάτων εὐχὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 657· ― πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ.), «πετῶ», ψυχὴ δ’… ἀποπταμένη πεπότηται Ὀδ. Λ. 222· [μέλισσαι] αἱ μὲν τ’ [[ἔνθα]]… πεποτήαται, αἱ δέ τε [[ἔνθα]] Ἰλ. Β. 90· [[ἔρις]] πεπότητο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· Δωρ. πεπότᾱμαι, μεταφορ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 669, Εὐμ. 379. 2) μεταφορ., [[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας… ποτᾶται, περιέρχεται, συχνάζει, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 378, πρβλ. Πέρσ. 669. 3) εἶμαι ἕτοιμος νὰ «πετάξω», εἶμαι [[μετέωρος]], οὐκ ἐπ’ ἀγλαΐαις… θυμὸν πεπόταμαι Εὐρ. Ἱππ. 564· ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας, κωμ. [[φράσις]] παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1445· πρβλ. [[ἐκποτάομαι]], [[ἀναπτερόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποτάομαι [~ πέτομαι] Aeol. praes. 2 sing. πότῃ of πότᾳ, 3 plur. ποτῶνται, Ion. ποτέονται, Aeol. ptc. n. plur. ποτήμενα; Ion. imperf. 3 plur. ποτέοντο; aor. pass. ( act. bet. ) ἐποτήθην; perf. πεπότημαι, Dor. 3 sing. πεπότᾱται, ep. 3 plur. πεποτήαται, inf. πεποτῆσθαι, fladderen, vliegen:; ὡς δ’ ὅτε νυκτερίδες... τρίζουσαι ποτέονται zoals wanneer vleermuizen piepend rondfladderen Od. 24.7; ψυχὴ δ’... ἀποπταμένη πεπότηται de ziel vliegt weg en is gevlogen (d.w.z. verdwenen) Od. 11.222; ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτώμενοι over zee en land vliegend Aeschl. Ag. 576; overdr.. τίπτε μοι... δεῖμα προστατήριον καρδίας... ποτᾶται; waarom vliegt angst die mijn hart bevangt mij aan? Aeschl. Ag. 978; πεποτῆσθαι τὰς φρένας dat zijn geest in hoger sferen is Aristoph. Av. 1445.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to fly [[about]], Hom.; κεραυνοὶ ποτέοντο Hes.: [[simply]] = [[πέτομαι]], to fly, Aesch., Eur.; τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], of [[vain]] pursuits, Theocr.:—perf. (with pres. [[sense]]), to be [[upon]] the [[wing]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[hover]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to be on the [[wing]], be fluttered, Eur., Ar.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to fly [[about]], Hom.; κεραυνοὶ ποτέοντο Hes.: [[simply]] = [[πέτομαι]], to fly, Aesch., Eur.; τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], of [[vain]] pursuits, Theocr.:—perf. (with pres. [[sense]]), to be [[upon]] the [[wing]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[hover]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to be on the [[wing]], be fluttered, Eur., Ar.
}}
}}