Anonymous

προστυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> s'offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] προστυχοῦντος PLUT selon l'occurrence, à l'improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> s'offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] προστυχοῦντος PLUT selon l'occurrence, à l'improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]].
|elnltext=προσ-τυγχάνω met gen. verkrijgen:. π. τῶν ἴσων een redelijke beloning krijgen Soph. Ph. 552. met dat. aantreffen, ontmoeten:. ἐὰν... μηδαμῶς ὕδατι προστυγχάνῃ als hij totaal geen water aantreft Plat. Lg. 844b. abs. er toevallig (net, precies) zijn: ptc. subst.. ἐρρύφεον τὸ προστυχόν zij slurpten een drankje, net wat voorhanden was Hp. Acut. 39; ὁ προστυγχάνων de eerste de beste Plat. Lg. 808e; ἐκ τοῦ προστυχόντος bij toeval Plut. Phil. 7.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προστυγχάνω:''' (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)<br /><b class="num">1)</b> [[случаться]], [[приключаться]]: ὁ προστυγχάνων или ὁ [[προστυχών]] Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] Eur. какое-л. угощение;<br /><b class="num">2)</b> встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα [[ἑκάστοτε]] ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;<br /><b class="num">3)</b> [[получать]], [[обретать]]: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προστυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[αποκτώ]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., [[πετυχαίνω]], [[συναντώ]] τυχαία, [[βρίσκω]] στην [[τύχη]], σε Πλάτ.· <i>ὁ προστυγχάνων</i>, <i>ὁ προστυχών</i>, ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] που παρουσιάζεται, ο [[πρώτος]] [[τυχών]], στον ίδ.· τὰ προστυχόντα [[ξένια]], [[τροφή]] που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
|lsmtext='''προστυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[αποκτώ]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., [[πετυχαίνω]], [[συναντώ]] τυχαία, [[βρίσκω]] στην [[τύχη]], σε Πλάτ.· <i>ὁ προστυγχάνων</i>, <i>ὁ προστυχών</i>, ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] που παρουσιάζεται, ο [[πρώτος]] [[τυχών]], στον ίδ.· τὰ προστυχόντα [[ξένια]], [[τροφή]] που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προστυγχάνω:''' (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)<br /><b class="num">1)</b> [[случаться]], [[приключаться]]: ὁ προστυγχάνων или ὁ [[προστυχών]] Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] Eur. какое-л. угощение;<br /><b class="num">2)</b> встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα [[ἑκάστοτε]] ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;<br /><b class="num">3)</b> [[получать]], [[обретать]]: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.
|lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-τυγχάνω met gen. verkrijgen:. π. τῶν ἴσων een redelijke beloning krijgen Soph. Ph. 552. met dat. aantreffen, ontmoeten:. ἐὰν... μηδαμῶς ὕδατι προστυγχάνῃ als hij totaal geen water aantreft Plat. Lg. 844b. abs. er toevallig (net, precies) zijn: ptc. subst.. ἐρρύφεον τὸ προστυχόν zij slurpten een drankje, net wat voorhanden was Hp. Acut. 39; ὁ προστυγχάνων de eerste de beste Plat. Lg. 808e; ἐκ τοῦ προστυχόντος bij toeval Plut. Phil. 7.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to [[obtain]] one's [[share]] of a [[thing]], c. gen., Soph.: c. dat. to [[meet]] with, hit [[upon]], [[light]] [[upon]], Plat.:— ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών the [[first]] [[person]] one meets, the [[first]] that offers, any [[body]], Plat.; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] the guests' [[fare]] set [[before]] him, Eur.
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to [[obtain]] one's [[share]] of a [[thing]], c. gen., Soph.: c. dat. to [[meet]] with, hit [[upon]], [[light]] [[upon]], Plat.:— ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών the [[first]] [[person]] one meets, the [[first]] that offers, any [[body]], Plat.; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] the guests' [[fare]] set [[before]] him, Eur.
}}
}}