Anonymous

πρόκλησις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> provocation, défi;<br /><b>2</b> appel, invitation;<br /><b>3</b> assignation pour production de témoignages, de documents, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> provocation, défi;<br /><b>2</b> appel, invitation;<br /><b>3</b> assignation pour production de témoignages, de documents, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόκλησις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προκαλεῖν, μουνομαχίη ἐκ προκλήσιος Ἡρόδ. 5. 1, πρβλ. 9. 75· πρ. φεύγειν Πλουτ. Μάρκελλ. 2. ΙΙ. [[πρόκλησις]], [[προσφορά]], [[πρότασις]], τὴν πρ. ἡμῶν οὐκ ἐδέχεσθε Θουκ. 3. 64, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 30, κτλ.· πρ. ποιεῖσθαι Διον. Ἁλ. 7. 39· προτιθέναι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ὁ [[ἕτερος]] τῶν διαδίκων ἔκαμε πρότασίν τινα εἰς τὸν ἀντίδικόν του, δι’ ἧς ἠδύναντο τὰ ἀμφισβητούμενα ζητήματα νὰ λυθῶσι καὶ νὰ ἀρθῇ [[ἀμφιβολία]], ὅμοιόν τι τῷ Ρωμαϊκῷ sponsio· [[οἷον]] ὅτε τις προὐκάλει τὸν ἀντίδικον νὰ παραδώσῃ τοὺς δούλους του εἰς τὴν βάσανον διὰ νὰ ὁμολογήσωσι κατ’ [[αὐτοῦ]], ἢ ὅτε παρέδιδέ τις ἑτοίμως τοὺς ἰδίους δούλους νὰ ἐξετασθῶσι μετὰ βασανιστηρίων, πρβλ. Λυσ. 102. 6, Δημ. 978. 8., 1387. 13 τὸ νὰ προτείνῃ τις νὰ δεχθῇ ὅρκον πρὸς διάλυσιν τοῦ ἀμφισβητουμένου ζητήματος, ὁ αὐτ. 1011. 8., 1279. 15., 1365. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 29, κτλ.· φράσεις, πρ. προκαλεῖσθαι, ποιεῖν τοιαύτην πρόκλησιν, Δημ. 970. 1, κτλ.· δέχεσθαι, δέχεσθαι τὴν γινομένην πρόκλησιν, [[αὐτόθι]] 2, κτλ.· φεύγειν, ἀποφεύγειν, Ἀντιφῶν 144. 28, κτλ.· ἐκ τοῦ πρόκλησιν [[ὁμοῦ]] διαθήκῃ μαρτυρεῖν Δημ. 1106. 5· προκαλοῦνται πρ. ἡμᾶς ὡς οὐ δεξομένους ἤ... ὁ αὐτ. 969. ἐν τέλει κτλ. ― Περὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τῆς προκλήσεως, ἴδε Hudtwalcker über die Diäteten, σ. 49.
|elnltext=πρόκλησις -εως, ἡ [προκαλέω] uitdaging:. ἐκ προκλήσιος na een uitdaging Hdt. 5.1.2. uitnodiging, voorstel:. δέχεται τὴν πρόκλησιν het (volk) accepteert de uitnodiging Aristot. Pol. 1292a29. jur. vordering, eis:. πρόκλησιν... ἐφ’ οἷς τοὺς αὑτοῦ οἰκέτας ἠξίου βασανίζεσθαι de vordering aangaande de punten waarop hij eiste zijn eigen slaven te mogen folteren Lys. 4.15.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόκλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вызов]], [[призыв]], [[предложение]]: μουνομαχίη ἐκ προκλήσιός [[σφι]] ἐγένετο Her. согласно (принятому) вызову, у них произошло единоборство; πρόκλησιν φεύγειν Plut. не принять вызова; π. ἐς ἡσυχίαν Thuc. предложение о сохранении мира;<br /><b class="num">2)</b> юр. [[официальное предложение]] (одной тяжущейся стороны другой о принесении присяги, предъявлении документальных доказательств и т. п.) Lys., Arst., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> юр. [[апелляция]] (к народу): ὁ ([[δῆμος]]) δέχεται τὴν πρόκλησιν, [[ὥστε]] καταλύονται [[πᾶσαι]] αἱ ἀρχαί Arst. народ принимает (к рассмотрению) апелляцию, и тогда полномочия всех властей прекращаются.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόκλησις:''' -εως, Ιων. -ιος, ἡ ([[προκαλέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κάλεσμα]] για να έρθει [[κάποιος]] [[μπροστά]], [[πρόσκληση]], [[αμφισβήτηση]], <i>ἐκ προκλήσιος</i>, από ή λόγω πρόκλησης, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πρόσκληση]], [[προσφορά]], [[πρόταση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[πρόταση]] που έγινε στον αντίδικο, για την [[επίλυση]] των σημείων διαφοράς, όπως το Ρωμαϊκό [[sponsio]], σε Δημ. κ.λπ.· <i>πρόκλησιν προκαλεῖσθαι</i>, κάνω, [[δημιουργώ]] [[πρόκληση]], <i>δέχεσθαι</i>, την [[αποδέχομαι]], στον ίδ.
|lsmtext='''πρόκλησις:''' -εως, Ιων. -ιος, ἡ ([[προκαλέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κάλεσμα]] για να έρθει [[κάποιος]] [[μπροστά]], [[πρόσκληση]], [[αμφισβήτηση]], <i>ἐκ προκλήσιος</i>, από ή λόγω πρόκλησης, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πρόσκληση]], [[προσφορά]], [[πρόταση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[πρόταση]] που έγινε στον αντίδικο, για την [[επίλυση]] των σημείων διαφοράς, όπως το Ρωμαϊκό [[sponsio]], σε Δημ. κ.λπ.· <i>πρόκλησιν προκαλεῖσθαι</i>, κάνω, [[δημιουργώ]] [[πρόκληση]], <i>δέχεσθαι</i>, την [[αποδέχομαι]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόκλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вызов]], [[призыв]], [[предложение]]: μουνομαχίη ἐκ προκλήσιός [[σφι]] ἐγένετο Her. согласно (принятому) вызову, у них произошло единоборство; πρόκλησιν φεύγειν Plut. не принять вызова; π. ἐς ἡσυχίαν Thuc. предложение о сохранении мира;<br /><b class="num">2)</b> юр. [[официальное предложение]] (одной тяжущейся стороны другой о принесении присяги, предъявлении документальных доказательств и т. п.) Lys., Arst., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> юр. [[апелляция]] (к народу): ([[δῆμος]]) δέχεται τὴν πρόκλησιν, [[ὥστε]] καταλύονται [[πᾶσαι]] αἱ ἀρχαί Arst. народ принимает (к рассмотрению) апелляцию, и тогда полномочия всех властей прекращаются.
|lstext='''πρόκλησις''': -εως, Ἰων. ιος, , ὡς καὶ νῦν, τὸ προκαλεῖν, μουνομαχίη ἐκ προκλήσιος Ἡρόδ. 5. 1, πρβλ. 9. 75· πρ. φεύγειν Πλουτ. Μάρκελλ. 2. ΙΙ. [[πρόκλησις]], [[προσφορά]], [[πρότασις]], τὴν πρ. ἡμῶν οὐκ ἐδέχεσθε Θουκ. 3. 64, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 30, κτλ.· πρ. ποιεῖσθαι Διον. Ἁλ. 7. 39· προτιθέναι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ὁ [[ἕτερος]] τῶν διαδίκων ἔκαμε πρότασίν τινα εἰς τὸν ἀντίδικόν του, δι’ ἧς ἠδύναντο τὰ ἀμφισβητούμενα ζητήματα νὰ λυθῶσι καὶ νὰ ἀρθῇ [[ἀμφιβολία]], ὅμοιόν τι τῷ Ρωμαϊκῷ sponsio· [[οἷον]] ὅτε τις προὐκάλει τὸν ἀντίδικον νὰ παραδώσῃ τοὺς δούλους του εἰς τὴν βάσανον διὰ νὰ ὁμολογήσωσι κατ’ [[αὐτοῦ]], ἢ ὅτε παρέδιδέ τις ἑτοίμως τοὺς ἰδίους δούλους νὰ ἐξετασθῶσι μετὰ βασανιστηρίων, πρβλ. Λυσ. 102. 6, Δημ. 978. 8., 1387. 13 τὸ νὰ προτείνῃ τις νὰ δεχθῇ ὅρκον πρὸς διάλυσιν τοῦ ἀμφισβητουμένου ζητήματος, ὁ αὐτ. 1011. 8., 1279. 15., 1365. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 29, κτλ.· φράσεις, πρ. προκαλεῖσθαι, ποιεῖν τοιαύτην πρόκλησιν, Δημ. 970. 1, κτλ.· δέχεσθαι, δέχεσθαι τὴν γινομένην πρόκλησιν, [[αὐτόθι]] 2, κτλ.· φεύγειν, ἀποφεύγειν, Ἀντιφῶν 144. 28, κτλ.· ἐκ τοῦ πρόκλησιν [[ὁμοῦ]] διαθήκῃ μαρτυρεῖν Δημ. 1106. 5· προκαλοῦνται πρ. ἡμᾶς ὡς οὐ δεξομένους ἤ... ὁ αὐτ. 969. ἐν τέλει κτλ. ― Περὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τῆς προκλήσεως, ἴδε Hudtwalcker über die Diäteten, σ. 49.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόκλησις -εως, ἡ [προκαλέω] uitdaging:. ἐκ προκλήσιος na een uitdaging Hdt. 5.1.2. uitnodiging, voorstel:. δέχεται τὴν πρόκλησιν het (volk) accepteert de uitnodiging Aristot. Pol. 1292a29. jur. vordering, eis:. πρόκλησιν... ἐφ’ οἷς τοὺς αὑτοῦ οἰκέτας ἠξίου βασανίζεσθαι de vordering aangaande de punten waarop hij eiste zijn eigen slaven te mogen folteren Lys. 4.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόκλησις]], εως, ionic ιος [[προκαλέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[calling]] [[forth]], challenging, [[challenge]], ἐκ προκλήσιος [[upon]] or by [[challenge]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> an [[invitation]], [[offer]], [[proposal]], Thuc., etc.<br /><b class="num">III.</b> as law-[[term]], a [[challenge]] offered to the [[opponent]], for the [[purpose]] of [[bringing]] [[disputed]] points to [[issue]], [[somewhat]] like the Roman [[sponsio]], Dem., etc.; πρ. προκαλεῖσθαι to make [[such]] a [[challenge]], δέχεσθαι to [[accept]] it, Dem.
|mdlsjtxt=[[πρόκλησις]], εως, ionic ιος [[προκαλέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[calling]] [[forth]], challenging, [[challenge]], ἐκ προκλήσιος [[upon]] or by [[challenge]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> an [[invitation]], [[offer]], [[proposal]], Thuc., etc.<br /><b class="num">III.</b> as law-[[term]], a [[challenge]] offered to the [[opponent]], for the [[purpose]] of [[bringing]] [[disputed]] points to [[issue]], [[somewhat]] like the Roman [[sponsio]], Dem., etc.; πρ. προκαλεῖσθαι to make [[such]] a [[challenge]], δέχεσθαι to [[accept]] it, Dem.
}}
}}