Anonymous

πρυτανεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> être prytane, exercer la fonction de prytane (v. [[πρύτανις]]) : φυλὴ πρυτανεύουσα, tribu exerçant la prytanie ; πρυτανεύειν εἰρήνην ISOCR délibérer en conseil de prytanes sur la paix ; πρυτανεύειν τινὶ εἰρήνην LUC négocier la paix pour qqn ; πρυτανεύειν [[τι]] DÉM diriger une délibération, faire prendre une décision;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> diriger, prendre soin de, présider à (comme les prytanes) ; <i>Pass.</i> πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος DÉM se laisser diriger par qqn;<br /><b>3</b> entretenir au prytanée ; <i>Pass.</i> être à la solde de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρύτανις]].
|btext=<b>1</b> être prytane, exercer la fonction de prytane (v. [[πρύτανις]]) : φυλὴ πρυτανεύουσα, tribu exerçant la prytanie ; πρυτανεύειν εἰρήνην ISOCR délibérer en conseil de prytanes sur la paix ; πρυτανεύειν τινὶ εἰρήνην LUC négocier la paix pour qqn ; πρυτανεύειν [[τι]] DÉM diriger une délibération, faire prendre une décision;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> diriger, prendre soin de, présider à (comme les prytanes) ; <i>Pass.</i> πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος DÉM se laisser diriger par qqn;<br /><b>3</b> entretenir au prytanée ; <i>Pass.</i> être à la solde de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρύτανις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρῠτᾰνεύω''': εἶμαι [[πρύτανις]] ἢ [[πρόεδρος]], κυβερνῶ, ἀθανάτοισι, ἐν αὐτοῖς, Ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 68. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ πρυτάνεως, [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς φυλῆς, ἥτις συνέβη νὰ ἔχῃ τὴν πρυτανείαν (ἴδε [[πρύτανις]] ΙΙ), ἔτυχεν... ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα Πλάτ. Ἀπολ. 32Β, πρβλ. Γοργ. 473Ε· Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε Θουκ. 4. 118· Κεκροπὶς ἐπρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76· κτλ.· - [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἑνὸς προσώπου τῆς πρυτανείας, Ἀντιφῶν 146. 37, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 15. 2) πρ. περὶ εἰρήνης, ποιῶ πρότασιν περὶ εἰρήνης καὶ [[προκαλῶ]] ἐπ’ αὐτῆς ψηφοφορίαν, [[διότι]] τοῦτο ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν πρυτάνεων, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 60· οὕτω, πρυτανεύειν εἰρήνην Ἰσοκρ. 66Α· [[ὡσαύτως]], πρ. τινι εἰρήνην, [[ἐπιτυγχάνω]] τὴν εἰρήνην ὑπέρ τινος, Λουκ. Δημών. Βίος 9· φιλίαν Δίων Κ. 46. 11· ὁ πρυτανεύσας [[ταῦτα]] καὶ πείσας, Λατιν. auctor, suasor sententiae, Δημ. 191. 15. ΙΙΙ. [[καθόλου]] διοικῶ, [[διευθύνω]], κυβερνῶ, [[κανονίζω]], συνάπτεται μετὰ τοῦ διοικεῖν, Δημ. 58. 19· [[ταῦτα]] πρ. ὁ αὐτ. 191. 15. - Παθητ., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος ὁ αὐτ. 126. 14· μεταφορ., [[δεῖπνον]] [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένον, παρεσκευασμένον μετὰ χάριτος, Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4· καὶ ἐπὶ προσώπων, χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανευόμενος ὁ Θεμιστοκλῆς, διατρεφόμενος, θεραπευόμενος βασιλικαῖς δαπάναις, Πλούτ. 2. 602Α. - Περὶ τοῦ [[πρυτανεύω]] [[καθόλου]] ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. (ἔκδ. Blass) 62. 8, 12, κἑξ., 64, 8, 19. 91, 6, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. πρυτανεύοντα, πρυτανευούσης, πρυτανεύσητε, πρβλ. καὶ Φώτιον ἐν λέξ. [[πρυτανεία]], ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. πρυτανεύοντα. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|elnltext=πρυτανεύω [πρύτανις] prytaan zijn, de functie van prytaan uitoefenen; uitbr. voorzitter zijn. voorstellen doen, in stemming brengen:; περὶ εἰρήνης π. over de vrede voorstellen doen Aristoph. Ach. 60; met acc. v. h. inw. obj..; εἰρήνην π. de vrede ter stemming brengen Isocr. 4.121; uitbr. bemiddelen:. γυναιξὶ πρὸς τοὺς γεγαμηκότας εἰρήνην πρυτανεύειν vrede bemiddelen tussen vrouwen en hun echtgenoten Luc. 9.9. met acc. regeren; overdr. pass.. χορηγὸν ἔχοντες Φίλιππον καὶ πρυτανευόμενοι met Philippus als sponsor en door hem geregisseerd Dem. 9.60.
}}
{{elru
|elrutext='''πρῠτᾰνεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть пританеем, председательствовать в [[βουλή]] и [[ἐκκλησία]]: ἡ φυλὴ πρυτανεύουσα Plat. председательствующая (в порядке очереди) фила (см. [[πρυτανεία]] 1);<br /><b class="num">2)</b> (о пританеях), [[обсуждать]], [[докладывать]], (περὶ εἰρήνης Arph. и εἰρήνην Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> перен. устраивать: τινὶ πρός τινα εἰρήνην π. Luc. мирить кого-л. с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[управлять]], [[руководить]] (τινί HH и τι Dem.; πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος Dem.);<br /><b class="num">5)</b> [[содержать на общественный счет]]: χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανεύεσθαι Plut. быть принимаемым (в пританее) с царской роскошью.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρῠτᾰνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[πρύτανις]] ή [[πρόεδρος]], έχω [[κυριαρχία]], [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, έχω το [[αξίωμα]] του πρύτανη, [[κυρίως]] χρησιμ. από την προεδρεύουσα [[φυλή]] (βλ. [[πρύτανις]] II), <i>ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρυτανεύω]] περὶ εἰρήνης, κάνω [[πρόταση]] για [[ειρήνη]] και τη [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]], [[διότι]] αυτό ήταν το [[καθήκον]] των πρυτάνεων, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κανονίζω]], σε Δημ. — Παθ., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''πρῠτᾰνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[πρύτανις]] ή [[πρόεδρος]], έχω [[κυριαρχία]], [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, έχω το [[αξίωμα]] του πρύτανη, [[κυρίως]] χρησιμ. από την προεδρεύουσα [[φυλή]] (βλ. [[πρύτανις]] II), <i>ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρυτανεύω]] περὶ εἰρήνης, κάνω [[πρόταση]] για [[ειρήνη]] και τη [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]], [[διότι]] αυτό ήταν το [[καθήκον]] των πρυτάνεων, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κανονίζω]], σε Δημ. — Παθ., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρῠτᾰνεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть пританеем, председательствовать в [[βουλή]] и [[ἐκκλησία]]: ἡ φυλὴ πρυτανεύουσα Plat. председательствующая (в порядке очереди) фила (см. [[πρυτανεία]] 1);<br /><b class="num">2)</b> (о пританеях), [[обсуждать]], [[докладывать]], (περὶ εἰρήνης Arph. и εἰρήνην Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> перен. устраивать: τινὶ πρός τινα εἰρήνην π. Luc. мирить кого-л. с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[управлять]], [[руководить]] (τινί HH и τι Dem.; πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος Dem.);<br /><b class="num">5)</b> [[содержать на общественный счет]]: χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανεύεσθαι Plut. быть принимаемым (в пританее) с царской роскошью.
|lstext='''πρῠτᾰνεύω''': εἶμαι [[πρύτανις]] ἢ [[πρόεδρος]], κυβερνῶ, ἀθανάτοισι, ἐν αὐτοῖς, Ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 68. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ πρυτάνεως, [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς φυλῆς, ἥτις συνέβη νὰ ἔχῃ τὴν πρυτανείαν (ἴδε [[πρύτανις]] ΙΙ), ἔτυχεν... ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα Πλάτ. Ἀπολ. 32Β, πρβλ. Γοργ. 473Ε· Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε Θουκ. 4. 118· Κεκροπὶς ἐπρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76· κτλ.· - [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἑνὸς προσώπου τῆς πρυτανείας, Ἀντιφῶν 146. 37, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 15. 2) πρ. περὶ εἰρήνης, ποιῶ πρότασιν περὶ εἰρήνης καὶ [[προκαλῶ]] ἐπ’ αὐτῆς ψηφοφορίαν, [[διότι]] τοῦτο ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν πρυτάνεων, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 60· οὕτω, πρυτανεύειν εἰρήνην Ἰσοκρ. 66Α· [[ὡσαύτως]], πρ. τινι εἰρήνην, [[ἐπιτυγχάνω]] τὴν εἰρήνην ὑπέρ τινος, Λουκ. Δημών. Βίος 9· φιλίαν Δίων Κ. 46. 11· ὁ πρυτανεύσας [[ταῦτα]] καὶ πείσας, Λατιν. auctor, suasor sententiae, Δημ. 191. 15. ΙΙΙ. [[καθόλου]] διοικῶ, [[διευθύνω]], κυβερνῶ, [[κανονίζω]], συνάπτεται μετὰ τοῦ διοικεῖν, Δημ. 58. 19· [[ταῦτα]] πρ. ὁ αὐτ. 191. 15. - Παθητ., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος ὁ αὐτ. 126. 14· μεταφορ., [[δεῖπνον]] [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένον, παρεσκευασμένον μετὰ χάριτος, Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4· καὶ ἐπὶ προσώπων, χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανευόμενος ὁ Θεμιστοκλῆς, διατρεφόμενος, θεραπευόμενος βασιλικαῖς δαπάναις, Πλούτ. 2. 602Α. - Περὶ τοῦ [[πρυτανεύω]] [[καθόλου]] ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. (ἔκδ. Blass) 62. 8, 12, κἑξ., 64, 8, 19. 91, 6, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. πρυτανεύοντα, πρυτανευούσης, πρυτανεύσητε, πρβλ. καὶ Φώτιον ἐν λέξ. [[πρυτανεία]], ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. πρυτανεύοντα. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
{{elnl
|elnltext=πρυτανεύω [πρύτανις] prytaan zijn, de functie van prytaan uitoefenen; uitbr. voorzitter zijn. voorstellen doen, in stemming brengen:; περὶ εἰρήνης π. over de vrede voorstellen doen Aristoph. Ach. 60; met acc. v. h. inw. obj..; εἰρήνην π. de vrede ter stemming brengen Isocr. 4.121; uitbr. bemiddelen:. γυναιξὶ πρὸς τοὺς γεγαμηκότας εἰρήνην πρυτανεύειν vrede bemiddelen tussen vrouwen en hun echtgenoten Luc. 9.9. met acc. regeren; overdr. pass.. χορηγὸν ἔχοντες Φίλιππον καὶ πρυτανευόμενοι met Philippus als sponsor en door hem geregisseerd Dem. 9.60.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρῠτᾰνεύω, fut. -σω<br /><b class="num">I.</b> to be [[πρύτανις]] or [[president]], to [[hold]] [[sway]], Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> at [[Athens]], to [[hold]] [[office]] as [[Prytanis]], [[properly]] used of the presiding [[φυλή]] (v. [[πρύτανις]] II), ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> πρ. περὶ εἰρήνης to put the [[question]] on a [[motion]] for [[peace]], [[this]] [[being]] the [[duty]] of the Prytanes, Ar., etc.<br /><b class="num">III.</b> [[generally]], to [[manage]], [[regulate]], Dem.:—Pass., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος to [[suffer]] [[oneself]] to be guided by one, Dem.
|mdlsjtxt=πρῠτᾰνεύω, fut. -σω<br /><b class="num">I.</b> to be [[πρύτανις]] or [[president]], to [[hold]] [[sway]], Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> at [[Athens]], to [[hold]] [[office]] as [[Prytanis]], [[properly]] used of the presiding [[φυλή]] (v. [[πρύτανις]] II), ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> πρ. περὶ εἰρήνης to put the [[question]] on a [[motion]] for [[peace]], [[this]] [[being]] the [[duty]] of the Prytanes, Ar., etc.<br /><b class="num">III.</b> [[generally]], to [[manage]], [[regulate]], Dem.:—Pass., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος to [[suffer]] [[oneself]] to be guided by one, Dem.
}}
}}