3,274,246
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> προσλήψομαι, <i>ao.2</i> προσέλαβον, <i>pf.</i> προσείληφα;<br /><b>I.</b> prendre en outre : [[ὄψον]] XÉN un aliment (avec son pain) ; <i>fig.</i> αἰσχύνην αἰσχίω THC s'attirer une plus grande honte;<br /><b>II.</b> prendre en attirant à soi :<br /><b>1</b> prendre avec soi, emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> attirer à soi, se concilier, acc. ; <i>avec idée de violence</i> soumettre, conquérir, acc.;<br /><b>3</b> prendre sous sa protection, aider, assister, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσλαμβάνομαι prendre une part de : τινος prendre part à une entreprise, s'y associer ; <i>abs.</i> venir en aide, assister.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαμβάνω]]. | |btext=<i>f.</i> προσλήψομαι, <i>ao.2</i> προσέλαβον, <i>pf.</i> προσείληφα;<br /><b>I.</b> prendre en outre : [[ὄψον]] XÉN un aliment (avec son pain) ; <i>fig.</i> αἰσχύνην αἰσχίω THC s'attirer une plus grande honte;<br /><b>II.</b> prendre en attirant à soi :<br /><b>1</b> prendre avec soi, emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> attirer à soi, se concilier, acc. ; <i>avec idée de violence</i> soumettre, conquérir, acc.;<br /><b>3</b> prendre sous sa protection, aider, assister, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσλαμβάνομαι prendre une part de : τινος prendre part à une entreprise, s'y associer ; <i>abs.</i> venir en aide, assister.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαμβάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσ-λαμβάνω bij... nemen, bij... krijgen:; πρὸς τοῖς παροῦσι δ’ ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις; wil je naast de bestaande ellende er nog andere bij krijgen? Aeschl. PV 321; erbij nemen, erbij krijgen:; αἰσχύνην... προσλαβεῖν ook nog schande over je heen krijgen Thuc. 5.111.3; ἄρτον προσέλαβε hij nam er brood bij Xen. Mem. 3.14.4; spec. als partner nemen, erbij winnen:; Σεύθην σύμμαχον... προσέλαβον ik wist Seuthes als bondgenoot te winnen Xen. An. 7.6.27; πόλεις δὲ τὰς μὲν βίᾳ, τὰς δ’ ἑκούσας προσελάμβανε sommige steden won hij door geweld, andere door vrijwillige overgave Xen. Hell. 4.1.1; med. bij zich nemen, bij zich krijgen:. σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν een zwak lichaam behoeft slechts een klein zetje van buitenaf erbij te krijgen om ziek te worden Plat. Resp. 556e; προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν Petrus nam hem terzijde en begon hem terecht te wijzen NT Mt. 16.22.1; τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε neem wie zwak is in zijn geloof op in uw kring NT Rom. 14.1. vastgrijpen:; τᾷδέ με πρόσλαβε κουφίσας grijp mij hier vast en verlicht mijn pijn Soph. Tr. 1025; geneesk. vastzetten, fixeren:. προσλαβεῖν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στῦλον πλατεῖ τινί fixeer de borstkas stevig met een brede band tegen de staander Hp. Art. 78. met iem. mede iets aanpakken, iem. bij iets (mee)helpen, met dat. en gen.:; ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν het is goed dat ik jullie nu help bij de beantwoording Plat. Lg. 897d; ook med. abs.. προσλάβεσθε πρὸς θεῶν bij de goden, help (me) toch Aristoph. Pax 9. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσλαμβάνω:''' (fut. προσλήψομαι, aor. 2 προσέλαβον, pf. προσείληφα) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того или дополнительно брать]], [[прибавлять]], [[присоединять]]: ἄρτον π. Xen. брать хлеб (к какому-л. блюду), т. е. есть с хлебом; πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (sc. κακὰ) [[προσλαβεῖν]] Aesch. прибавить к (уже) существующим бедствиям (еще) другие; πρὸς ἐκείνοις [[ἄλλην]] εὔκλειαν π. Xen. присоединить к этому новую славу; π. καιροὺς τοῦ [[πότε]] λεκτέον καὶ [[ἐπισχετέον]] Plat. уметь вовремя говорить и (вовремя) воздерживаться; προσλήψεσθαι τὴν ἐμπειρίαν Thuc. накопить опыт; [[προσλαβεῖν]] τινι σύμμαχόν τινα Xen. сделать кого-л. чьим-л. союзником; κἀκεῖνο βουλώμεθα [[προσλαβεῖν]] (ὅτι) Plut. мы хотели бы еще присовокупить (что); προσειλημμένος λεπτοῖς δεσμοῖς Arst. (о мышцах) присоединенный тонкими связками; [[προσλαβεῖν]] τῷ πίνακι τὸν σπόγγον Plut. швырнуть в картину губку (губкой); τὰ προσλαμβανόμενα лог. Arst. меньшая посылка;<br /><b class="num">2)</b> [[укреплять]], [[усиливать]], [[увеличивать]] (ῥώμην καὶ φιλοτιμίαν Plut.): ἰσχὺν τῆς πίστεως προσλαμβανούσης Plut. с усилением доверия;<br /><b class="num">3)</b> [[брать с собой]] (ἱππέας καὶ πελταστάς Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (о пище), [[принимать]], [[вкушать]], ([[μηδέν]] NT);<br /><b class="num">5)</b> [[сверх того приобретать]], [[получать]]: π. γνώμην τινός Polyb. получать чье-л. согласие; π. [[δόξαν]] ἑαυτῷ Xen. стяжать себе славу;<br /><b class="num">6)</b> [[склонять на свою сторону]] (τινὰς τῶν πολιτῶν Dem.; τὸν δῆμον Arst.);<br /><b class="num">7)</b> [[принимать у себя]], [[приглашать к себе]] (τινὰ διὰ τὸν ὑετὸν καὶ διὰ τὸ [[ψῦχος]] NT);<br /><b class="num">8)</b> [[совместно приниматься]], [[принимать участие]], [[оказывать содействие]]: προσλάβεσθε Arph. помогите (мне); τῆς ἀποκρίσεώς τινι π. Plat. помочь кому-л. в ответе; προσελάβετο - [[varia lectio|v.l.]] προσεβάλετο - [[τούτου]] τοῦ Φοινικηΐου πάθεος Her. он был сопричастен к этому несчастью финикиян. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''προσλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>-έλᾰβον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]] ή [[παίρνω]] [[επιπλέον]], [[αποκτώ]] [[ακόμη]] περισσότερο, <i>πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα</i> (<i>κακὰ</i>) [[προσλαμβάνω]], σε Αισχύλ.· [[προσλαμβάνω]] αἰσχύνην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]] μαζί μου, [[λαμβάνω]] ως βοηθό ή σύντροφο, σε Τραγ., Ξεν. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσλαμβάνω]] τινὰ σύμμαχον, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., σε Πολύβ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[προσλαμβάνω]] τινός, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε μια δουλειά, είμαι [[συνεργός]], σε Ξεν.· <i>προσελάβετο τοῦ πάθεος</i>, ήταν εν μέρει [[συναίτιος]] του παθήματος, σε Ηρόδ.· [[προσλαμβάνω]] τινί, [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προσλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>-έλᾰβον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]] ή [[παίρνω]] [[επιπλέον]], [[αποκτώ]] [[ακόμη]] περισσότερο, <i>πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα</i> (<i>κακὰ</i>) [[προσλαμβάνω]], σε Αισχύλ.· [[προσλαμβάνω]] αἰσχύνην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]] μαζί μου, [[λαμβάνω]] ως βοηθό ή σύντροφο, σε Τραγ., Ξεν. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσλαμβάνω]] τινὰ σύμμαχον, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., σε Πολύβ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[προσλαμβάνω]] τινός, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε μια δουλειά, είμαι [[συνεργός]], σε Ξεν.· <i>προσελάβετο τοῦ πάθεος</i>, ήταν εν μέρει [[συναίτιος]] του παθήματος, σε Ηρόδ.· [[προσλαμβάνω]] τινί, [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσλαμβάνω''': μέλλ. -ήψομαι, ἀόρ. προσέλᾰβον· πρκμ. -λελάβηκα Εὐστ. παρὰ Στοβ. 369. 54. Λαμβάνω [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, [[ὄψον]] ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακὰ] Αἰσχύλ. Πρ. 321· τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ Εὐρ. Ι. Α. 1145· πρ. αἰσχύνην Θουκ. 5. 111, πρβλ. Ἀνδοκ. 26. 25· δόξαν γελοίαν ἑαυτῷ Ξεν. Συμπ. 4. 8· [[ἄλλην]] εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις ὁ αὐτ. ἐν Αν. 7. 6, 32· μισθὸν [[αὐτόθι]] 7. 3, 13· λόγον τῇ δόξῃ Πλάτ. Θεαίτ. 207C· δωρεὰς Δημ. 386, ἐν τέλει· παιδείαν ὁ αὐτ. 1413, ἐν τέλ.· πρ. τοὺς καιρούς, ὠφελοῦμαι ἐκ…, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· τὴν ἑκάστων ἄνοιαν Δημ. 20. 7· ― ἀπολ., προσκτῶμαι, προσλαμβάνειν δὲ δεῖ καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἕως ἂν ἐξῇ μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Μήδ. 988, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πολ. 556Ε. ― Παθ., προστίθεμαι εἴς τι, [[συνδέομαι]] στενῶς, προσάπτομαι, δεσμοῖς Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. 3. 7, 9, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· τὸ προσειλημμένον, τὸ κτηθέν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπολειπόμενον, Πλούτ. 2. 77C· ἀλλ’ ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ προσλαμβανόμενος ([[τόνος]]), ὁ [[τόνος]] ὁ βαρύτερος τῆς ὑπάτης, [[αὐτόθι]], 1028F ἑξ.· ἴδε Chappell Anc. Mus. σελ. 97, 104. 2) μετ’ αἰτιατ. προσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ, [[λαμβάνω]] ὡς βοηθὸν ἢ ἑταῖρον, [[κῆδος]] καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους Σοφ. Ο. Κ. 378, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 217, Εὐρ. Μήδ. 885, Ἱππ. 1011· πρ. ἱππέας καὶ πελταστὰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ’ ἐκούσας Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 1· πρ. τινὰς τῶν πολιτῶν Δημ. 194. 13· τὸν δῆμον Ἀ:ριστ. Πολ. 5. 10, 32· πρ. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, ἐκ δευτέρου γάμου, Ξεν. Λακ. 1. 9· ― μετὰ δευτέρας αἰτ., πρ. τινὰ σύμμαχον ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 27, πρβλ. Λυσί. 176. 42· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσλαβέσθαι πόλιν Πολύβ. 1. 37, 5· μισθοφόρους Πλουτ. Πελοπ. 27· προσλαβέσθαι γνώμην τινὸς Πολύβ. 3. 70, 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ, [[παραδέχομαι]] [[προσέτι]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 9 ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ, Προτ. 2. 6, 3, 7. 3. ΙΙ. ὡς τὸ [[συλλαμβάνω]], «πιάνω», τινα, Σοφ. Τρ. 1024· στερεώνω, [[σφίγγω]], καταδεῖν καὶ προσλαμβάνειν ([[ἔνθα]] νῦν περιλαμβάνειν) Θεοφρ. περὶ τὰ Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, ἐν τέλει· προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον, «τὸν τοῦ ἵππου ἱμάντα, ᾧ ἐφέλκεται καὶ ἐπάγεται» Α. Β. 22, 21, ποιήσας αὐτὸν βραχύτερον, Στράττις ἐν Χρυσίππῳ» 1· μεταφορ., διὸ δὴ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, νά με βοηθῄσητε πρὸς εὕρεσιν ἀποκρίσεως, Πλάτ. Νόμ. 897D· ― Μέσ., πιάνω, κρατῶ τινα ἔκ τινος μέρους, μετὰ γεν., λάβεσθε τοῦ σκέλους· [[παπαῖ]], προσλάβεσθ’ ὦ φίλοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1215 κἑξ., Λυσ. 202, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 556Ε. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὁμοίως, πρ. τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]], εἶμαι [[συνεργός]], Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11 καὶ 12· προσελάβετο τοῦ πάθεος, ἦτο ἐν μέρει [[συναίτιος]] τοῦ παθήματος, Ἡρόδ. 8. 90 (Βεκκῆρ. προσεβάλετο)· πρ. τινι, βοηθῶ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |