Anonymous

προγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=exercer auparavant, préparer par l'exercice, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γυμνάζω]].
|btext=exercer auparavant, préparer par l'exercice, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γυμνάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προγυμνάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[γυμνάζω]] ἢ ἀσκῶ [[προηγουμένως]], χέρα Σοφ. Ἀποσπ. 450˙ ἑαυτὸν ἐς ἄλλον βίον Λουκ. Ἑρμότ. 78˙ ἰδίως, [[προγυμνάζω]] τινὰ εἰς τὴν ῥητορικήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 13, κτλ. ― Παθ., ἐπὶ λόγων, οἱ προγυμνασθέντες λόγοι, οἱ προπαρασκευασθέντες, Ἑρμογέν. περὶ Εὑρέσ. 4. σ. 214.
|elnltext=προ-γυμνάζω vooraf oefenen:; εἰ μή τι ἐς ἄλλον... βίον προγυμνάζεις ἑαυτόν tenzij je jezelf traint voor een ander leven Luc. 70.78; ptc. perf. med.-pass.. τοῖς πόνοις προγεγυμνασμένον vooraf getraind door ontberingen Luc. 80.10.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προγυμνάζω:''' [[заранее упражнять]], [[заблаговременно приучать]], [[подготовлять]] (χέρα Soph.; ἑαυτόν ἔς τι Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προγυμνάζω:''' [[заранее упражнять]], [[заблаговременно приучать]], [[подготовлять]] (χέρα Soph.; ἑαυτόν ἔς τι Luc.).
|lstext='''προγυμνάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[γυμνάζω]] ἢ ἀσκῶ [[προηγουμένως]], χέρα Σοφ. Ἀποσπ. 450˙ ἑαυτὸν ἐς ἄλλον βίον Λουκ. Ἑρμότ. 78˙ ἰδίως, [[προγυμνάζω]] τινὰ εἰς τὴν ῥητορικήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 13, κτλ. ― Παθ., ἐπὶ λόγων, οἱ προγυμνασθέντες λόγοι, οἱ προπαρασκευασθέντες, Ἑρμογέν. περὶ Εὑρέσ. 4. σ. 214.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-γυμνάζω vooraf oefenen:; εἰ μή τι ἐς ἄλλον... βίον προγυμνάζεις ἑαυτόν tenzij je jezelf traint voor een ander leven Luc. 70.78; ptc. perf. med.-pass.. τοῖς πόνοις προγεγυμνασμένον vooraf getraind door ontberingen Luc. 80.10.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[exercise]] or [[train]] [[beforehand]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[exercise]] or [[train]] [[beforehand]], Luc.
}}
}}