Anonymous

προστακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />propre au commandement, impératif;<br /><i>t. de gramm.</i> τὸ προστακτικόν <i>ou</i> ἡ προστακτική ([[ἔγκλισις]]) l'impératif.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />propre au commandement, impératif;<br /><i>t. de gramm.</i> τὸ προστακτικόν <i>ou</i> ἡ προστακτική ([[ἔγκλισις]]) l'impératif.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προστακτικός''': , -όν, ([[προστάσσω]]), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ [[ψυχή]]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. [[λόγος]] Πλούτ. 2. 1037F· [[βραχυλογία]] ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. [[ἔγκλισις]]) γραμμ.: [[ὡσαύτως]], πρ. ἐκφορὰ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· [[ὡσαύτως]], τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
|elnltext=προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] [[bevelend]]:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προστακτικός:''' [[повелевающий]], [[повелительный]], [[властный]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προστακτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, [[επιτακτικός]], [[προστακτικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προστακτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, [[επιτακτικός]], [[προστακτικός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προστακτικός:''' [[повелевающий]], [[повелительный]], [[властный]] ([[λόγος]] Plut.).
|lstext='''προστακτικός''': -ή, -όν, ([[προστάσσω]]), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [[[ψυχή]]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. [[λόγος]] Πλούτ. 2. 1037F· [[βραχυλογία]] ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. [[ἔγκλισις]]) γραμμ.: [[ὡσαύτως]], πρ. ἐκφορὰ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· [[ὡσαύτως]], τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
}}
{{elnl
|elnltext=προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] [[bevelend]]:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[τακτικός]], ή, όν [[προστακτός]]<br />of or for [[commanding]], [[imperative]], Plut.
|mdlsjtxt=προσ-[[τακτικός]], ή, όν [[προστακτός]]<br />of or for [[commanding]], [[imperative]], Plut.
}}
}}