Anonymous

προσφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />aller souvent chez <i>ou</i> vers, fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φοιτάω]].
|btext=-ῶ :<br />aller souvent chez <i>ou</i> vers, fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φοιτάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσφοιτάω''': [[ὑπάγω]] [[πολλάκις]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, [[συχνάζω]]. τὸ [[κουρεῖον]], ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς [[ἐπισκέπτομαι]], Στράβ. 644· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ [[γῆρας]] Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.
|elnltext=προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).
|lstext='''προσφοιτάω''': [[ὑπάγω]] [[πολλάκις]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, [[συχνάζω]]. τὸ [[κουρεῖον]], ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς [[ἐπισκέπτομαι]], Στράβ. 644· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ [[γῆρας]] Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to go or [[come]] to [[frequently]], to [[resort]] to a [[place]], Dem., etc.; πρ. τινί to [[visit]] [[constantly]], Strab.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to go or [[come]] to [[frequently]], to [[resort]] to a [[place]], Dem., etc.; πρ. τινί to [[visit]] [[constantly]], Strab.
}}
}}