Anonymous

πταίω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> πταίσω, <i>ao.</i> ἔπταισα, <i>pf.</i> ἔπταικα, <i>Pass. ao.</i> ἐπταίσθην, <i>pf.</i> ἔπταισμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire broncher, renverser ; <i>Pass.</i> τὰ πταισθέντα LUC le faux pas, les erreurs ; πταίεσθαι τὸ ἀληθὲς αὐτοῖς εἴωθε ÉL <i>litt.</i> la vérité a coutume d'être pour eux l'occasion de faux pas, <i>càd</i> ils n’atteignent pas d'ordinaire la vérité;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se heurter contre, donner contre : [[πρός]] [[τι]] contre qch (un rocher, une pierre, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> [[πρός]] τινι <i>ou</i> [[περί]] τινι <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> broncher, échouer, ne pas réussir : ἔν τινι en qch ; <i>abs.</i> échouer <i>ou</i> être malheureux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=<i>f.</i> πταίσω, <i>ao.</i> ἔπταισα, <i>pf.</i> ἔπταικα, <i>Pass. ao.</i> ἐπταίσθην, <i>pf.</i> ἔπταισμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire broncher, renverser ; <i>Pass.</i> τὰ πταισθέντα LUC le faux pas, les erreurs ; πταίεσθαι τὸ ἀληθὲς αὐτοῖς εἴωθε ÉL <i>litt.</i> la vérité a coutume d'être pour eux l'occasion de faux pas, <i>càd</i> ils n’atteignent pas d'ordinaire la vérité;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se heurter contre, donner contre : [[πρός]] [[τι]] contre qch (un rocher, une pierre, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> [[πρός]] τινι <i>ou</i> [[περί]] τινι <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> broncher, échouer, ne pas réussir : ἔν τινι en qch ; <i>abs.</i> échouer <i>ou</i> être malheureux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πταίω''': μέλλ. πταίσω Δημ. 23 ἐν τέλ.· - ἀόρ. ἔπταισα Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. ἔπταικα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 129, Βάτων ἐν «Αἰτωλ.» 1, (προσ-) Ἰσοκρ. 133Β. - Παθητ., ἰδὲ κατωτ. Ι· Ι. μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ προσκόψῃ ἢ πέσῃ, τινὰ [[πρός]] τινι Πινδ. Ἀποσπ. 221. - Παθητ., δὲν ἐπιτυγχάνομαι, ἐπὶ πραγμάτων. Αἰλ. π. Ζ. 2. 15· τὰ πταισθέντα, ἀποτυχίαι, πλάναι, σφάλματα. Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 7· [[οὕτως]] ἃ ἐπταίσθη, αἱ ἀποτυχίαι [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Δίων. κ. Βρούτ. Σύγκρ. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[προσκόπτω]], σφάλλομαι, «σκοντάπτω», [[πίπτω]], ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1624 (κατὰ τὸν Butl. ἀντὶ πήσας), Σοφ. Φιλ. 215, κτλ.· πτ. [[πρός]] τινι, [[προσκόπτω]] ἐπί τινος, [[πίπτω]] ἐπί τινος, πτ., [[ὥσπερ]] πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 553Β, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 926· πρὸς τὰς πέτρας Ξεν. Ἀνάβ. 4, 3. 3· παροιμ., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Πολύβ. 31. 19, 5· [[ὡσαύτως]], πτ. [[περί]] τινι, [[οἷον]], μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]], μὴ ἡττηθῇ ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 9. 101 (πρβλ. [[πταῖσμα]] ΙΙ). 2) μεταφορ., [[κάμνω]] ἐσφαλμένον βῆμα ἢ [[σφάλμα]], [[ἀποτυγχάνω]], Θουκ. 2, 43, Δημ. 23. 29, κτλ.· [[ὅταν]] πταίωσί τι, [[ὅταν]] ὑποπέσωσιν εἴς τι [[σφάλμα]], ἐπὶ ἰατρῶν, Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. 5· [[οὕτως]], οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ [[πλείω]] πτ. Θουκ. 1. 122., 4. 18, 6. 33· ἔν τινι Δημ. 321. 8· λογισμοῖς πτ. Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 4· μὴ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, κτλ., Πολύβ. 17. 14, 13., 3. 48, 4, κτλ.· ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πτ. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ [[ὄντα]] Πλάτ. Θεαίτ. 160D. 3) ὡς παθητ. [[ῥῆμα]], πτ. ὑπ’ ἀνάγκης Σοφ. Φιλ. 215· πτ. ὑπό τινος Πολύβ. 5. 93, 2, κτλ.· ἐκ τύχης ὁ αὐτ. 2. 7, 3. 4) πτ. τῆς ἐλπίδος, διαψεύδεται ἡ [[ἐλπίς]] μου., Ἡρῳδιαν. 8. 5. 5) ἡ [[γλῶττα]] πτ., προσκόπτει, ἐμποδίζεται, Ἀριστ. Προβλ. 3. 31. 2. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι δύναται νὰ [[εἶναι]] = [[παίω]], καθὼς τὰ [[πτόλις]], [[πτόλεμος]], = [[πόλις]], [[πόλεμος]]· ― ἀλλὰ [[παρατηρητέον]] ὅτι αἱ λέξ. [[πτόλις]], [[πτόλεμος]] εἰσὶν [[ἁπλῶς]] ποιητικοὶ τύποι).
|elnltext=πταίω, Dor. praes. ptc. f. πταίοισα; aor. pass. ἐπταίσθην; perf. ἔπταικα stoten (tegen), struikelen (over): met prep. bep..; λίθος πταίουσα ποτ’ ἀρβυλίδεσσιν een steen die tegen je schoenen aanspringt Theocr. Id. 7.26; meestal van personen; π. ὥσπερ πρὸς ἕρματι als het ware tegen een klip botsen Plat. Resp. 553b; overdr. struikelen over, niet over... heen komen: met prep. bep.. πταίσας τῷδε πρὸς κακῷ tegen dit kwaad opgelopen Aeschl. PV 926; ἦν ἀρρωδίη... μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς er bestond angst dat Griekenland over Mardonius zou struikelen (d.w.z. het onderspit zou delven) Hdt. 9.101.3; π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα in zijn denken struikelen over het zijnde Plat. Tht. 160d; κἂν περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὰ πλείω πταίσωσιν ook al struikelen zij meestal over zichzelf Thuc. 6.33.5; πταίσαντος περὶ Ἔφεσον του Θρασύλλου toen Thrasullos struikelde over Ephese (d.w.z. een nederlaag leed) Plut. Alc. 29.2. struikelen, een fout maken: met acc. v. h. inw. obj..; ἤν τι πταίσωσιν als ze ergens in falen Thuc. 2.43.6; christ. abs. zondigen; NT 2 Pet. 1.10; pass..; ἃ δ’ ἐπταίσθη δι’ ἑτέρους... μεταστήσας ἐπὶ τὸ βελτίον de fouten die door toedoen van andere gemaakt waren corrigeren Plut. Brut. 56.1; ptc. subst.. τὰ πταισθέντα de fouten Luc. 9.7.
}}
{{elru
|elrutext='''πταίω:''' (pf. ἔπταικα; pass.: aor. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[сталкивать]], [[ударять]], [[опрокидывать]] (τι [[ποτί]] τινι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[наталкиваться]], [[натыкаться]], [[спотыкаться]] (πρὸς τὰς πέτρας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[терпеть поражение]] (τῄ μάχῃ или περὶ τὴν μάχην Polyb.): π. περί τινι Her. терпеть поражение от кого-л.; τοῖς ὅλοις ἐπταικότες Polyb. лишившись всего; πταίσας [[τῷδε]] πρὸς κακῷ Aesch. попав в эту беду;<br /><b class="num">4)</b> [[заплетаться]] (ἡ [[γλῶττα]] πταίει Arst.);<br /><b class="num">5)</b> делать промах(и), ошибаться (ἔν τινι и τινί Dem., Men., Polyb.; [[πολλά]] NT): ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περί τι Plat. если я не заблуждаюсь и не ошибаюсь в своем рассуждении относительно чего-л.; τὰ πταισθέντα Luc. промахи; ἃ ἐπταίσθη δι᾽ ἑτέρους Plut. допущенные другими ошибки.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πταίω:''' μέλ. <i>πταίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπταισα</i>, παρακ. <i>ἔπταικα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπταίσθην</i><br /><b class="num">I.</b> μτβ., κάνω κάποιον να παραπατήσει ή να πέσει, τινὰ [[πρός]] τινι, σε Πίνδ. — Παθ., <i>τὰ πταισθέντα</i>, αποτυχίες, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[παραπατώ]], [[σκοντάφτω]], [[πέφτω]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[πταίω]] [[πρός]] τινι, [[σκοντάφτω]] σε [[κάτι]], [[πέφτω]] πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Ξεν.· επίσης, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]], για να μην πέσει η [[Ελλάδα]] σε αυτόν, δηλ. για να μην ηττηθεί από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κάνω ένα [[λάθος]] [[βήμα]], [[αποτυγχάνω]], σε Θουκ., Δημ.· επίσης, <i>ἐλάχιστα</i>, τὰ [[πλείω]] πταίουσιν, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''πταίω:''' μέλ. <i>πταίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπταισα</i>, παρακ. <i>ἔπταικα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπταίσθην</i><br /><b class="num">I.</b> μτβ., κάνω κάποιον να παραπατήσει ή να πέσει, τινὰ [[πρός]] τινι, σε Πίνδ. — Παθ., <i>τὰ πταισθέντα</i>, αποτυχίες, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[παραπατώ]], [[σκοντάφτω]], [[πέφτω]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[πταίω]] [[πρός]] τινι, [[σκοντάφτω]] σε [[κάτι]], [[πέφτω]] πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Ξεν.· επίσης, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]], για να μην πέσει η [[Ελλάδα]] σε αυτόν, δηλ. για να μην ηττηθεί από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κάνω ένα [[λάθος]] [[βήμα]], [[αποτυγχάνω]], σε Θουκ., Δημ.· επίσης, <i>ἐλάχιστα</i>, τὰ [[πλείω]] πταίουσιν, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πταίω:''' (pf. ἔπταικα; pass.: aor. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[сталкивать]], [[ударять]], [[опрокидывать]] (τι [[ποτί]] τινι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[наталкиваться]], [[натыкаться]], [[спотыкаться]] (πρὸς τὰς πέτρας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[терпеть поражение]] (τῄ μάχῃ или περὶ τὴν μάχην Polyb.): π. περί τινι Her. терпеть поражение от кого-л.; τοῖς ὅλοις ἐπταικότες Polyb. лишившись всего; πταίσας [[τῷδε]] πρὸς κακῷ Aesch. попав в эту беду;<br /><b class="num">4)</b> [[заплетаться]] (ἡ [[γλῶττα]] πταίει Arst.);<br /><b class="num">5)</b> делать промах(и), ошибаться (ἔν τινι и τινί Dem., Men., Polyb.; [[πολλά]] NT): ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περί τι Plat. если я не заблуждаюсь и не ошибаюсь в своем рассуждении относительно чего-л.; τὰ πταισθέντα Luc. промахи; ἃ ἐπταίσθη δι᾽ ἑτέρους Plut. допущенные другими ошибки.
|lstext='''πταίω''': μέλλ. πταίσω Δημ. 23 ἐν τέλ.· - ἀόρ. ἔπταισα Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. ἔπταικα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 129, Βάτων ἐν «Αἰτωλ.» 1, (προσ-) Ἰσοκρ. 133Β. - Παθητ., ἰδὲ κατωτ. Ι· Ι. μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ προσκόψῃ ἢ πέσῃ, τινὰ [[πρός]] τινι Πινδ. Ἀποσπ. 221. - Παθητ., δὲν ἐπιτυγχάνομαι, ἐπὶ πραγμάτων. Αἰλ. π. Ζ. 2. 15· τὰ πταισθέντα, ἀποτυχίαι, πλάναι, σφάλματα. Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 7· [[οὕτως]] ἃ ἐπταίσθη, αἱ ἀποτυχίαι [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Δίων. κ. Βρούτ. Σύγκρ. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[προσκόπτω]], σφάλλομαι, «σκοντάπτω», [[πίπτω]], ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1624 (κατὰ τὸν Butl. ἀντὶ πήσας), Σοφ. Φιλ. 215, κτλ.· πτ. [[πρός]] τινι, [[προσκόπτω]] ἐπί τινος, [[πίπτω]] ἐπί τινος, πτ., [[ὥσπερ]] πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 553Β, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 926· πρὸς τὰς πέτρας Ξεν. Ἀνάβ. 4, 3. 3· παροιμ., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Πολύβ. 31. 19, 5· [[ὡσαύτως]], πτ. [[περί]] τινι, [[οἷον]], μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]], μὴ ἡττηθῇ ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 9. 101 (πρβλ. [[πταῖσμα]] ΙΙ). 2) μεταφορ., [[κάμνω]] ἐσφαλμένον βῆμα ἢ [[σφάλμα]], [[ἀποτυγχάνω]], Θουκ. 2, 43, Δημ. 23. 29, κτλ.· [[ὅταν]] πταίωσί τι, [[ὅταν]] ὑποπέσωσιν εἴς τι [[σφάλμα]], ἐπὶ ἰατρῶν, Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. 5· [[οὕτως]], οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ [[πλείω]] πτ. Θουκ. 1. 122., 4. 18, 6. 33· ἔν τινι Δημ. 321. 8· λογισμοῖς πτ. Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 4· μὴ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, κτλ., Πολύβ. 17. 14, 13., 3. 48, 4, κτλ.· ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πτ. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ [[ὄντα]] Πλάτ. Θεαίτ. 160D. 3) ὡς παθητ. [[ῥῆμα]], πτ. ὑπ’ ἀνάγκης Σοφ. Φιλ. 215· πτ. ὑπό τινος Πολύβ. 5. 93, 2, κτλ.· ἐκ τύχης ὁ αὐτ. 2. 7, 3. 4) πτ. τῆς ἐλπίδος, διαψεύδεται ἡ [[ἐλπίς]] μου., Ἡρῳδιαν. 8. 5. 5) ἡ [[γλῶττα]] πτ., προσκόπτει, ἐμποδίζεται, Ἀριστ. Προβλ. 3. 31. 2. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι δύναται νὰ [[εἶναι]] = [[παίω]], καθὼς τὰ [[πτόλις]], [[πτόλεμος]], = [[πόλις]], [[πόλεμος]]· ― ἀλλὰ [[παρατηρητέον]] ὅτι αἱ λέξ. [[πτόλις]], [[πτόλεμος]] εἰσὶν [[ἁπλῶς]] ποιητικοὶ τύποι).
}}
{{elnl
|elnltext=πταίω, Dor. praes. ptc. f. πταίοισα; aor. pass. ἐπταίσθην; perf. ἔπταικα stoten (tegen), struikelen (over): met prep. bep..; λίθος πταίουσα ποτ’ ἀρβυλίδεσσιν een steen die tegen je schoenen aanspringt Theocr. Id. 7.26; meestal van personen; π. ὥσπερ πρὸς ἕρματι als het ware tegen een klip botsen Plat. Resp. 553b; overdr. struikelen over, niet over... heen komen: met prep. bep.. πταίσας τῷδε πρὸς κακῷ tegen dit kwaad opgelopen Aeschl. PV 926; ἦν ἀρρωδίη... μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς er bestond angst dat Griekenland over Mardonius zou struikelen (d.w.z. het onderspit zou delven) Hdt. 9.101.3; π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα in zijn denken struikelen over het zijnde Plat. Tht. 160d; κἂν περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὰ πλείω πταίσωσιν ook al struikelen zij meestal over zichzelf Thuc. 6.33.5; πταίσαντος περὶ Ἔφεσον του Θρασύλλου toen Thrasullos struikelde over Ephese (d.w.z. een nederlaag leed) Plut. Alc. 29.2. struikelen, een fout maken: met acc. v. h. inw. obj..; ἤν τι πταίσωσιν als ze ergens in falen Thuc. 2.43.6; christ. abs. zondigen; NT 2 Pet. 1.10; pass..; ἃ δ’ ἐπταίσθη δι’ ἑτέρους... μεταστήσας ἐπὶ τὸ βελτίον de fouten die door toedoen van andere gemaakt waren corrigeren Plut. Brut. 56.1; ptc. subst.. τὰ πταισθέντα de fouten Luc. 9.7.
}}
}}
{{etym
{{etym