Anonymous

πυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[πεύσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἐπυθόμην]], <i>pf.</i> πέπυσμαι;<br /><b>I.</b> chercher à savoir, s'enquérir, s'informer de, acc. <i>ou</i> gén. : [[τῶν]] ἑπομένων ἐπυνθάνετο ὁποίοις [[οὐ]] χρὴ θηρίοις πελάζειν XÉN il s'informait auprès de ceux de sa suite de quelles bêtes sauvages il fallait ne pas s'approcher ; <i>de même</i>, [[παρά]] τινος πυνθάνεσθαι, s'informer auprès de qqn;<br /><b>II. 1</b> apprendre en s'informant, être informé de <i>ou</i> que, savoir : [[ὡς]] ἐγὼ [[πυνθάνομαι]], comme j’apprends, comme j’entends dire, comme je sais ; πυνθανόμενος sachant HDT ; ἐπυνθανόμην je savais XÉN ; πυνθάνομαί [[τι]] apprendre qch ; τινα πυνθάνεσθαι [[ὅτι]] apprendre que qqn ; avec un acc. accompagné d'un part. : [[εἰ]] πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα OD si j’avais appris qu’il entreprenait ce voyage ; πυνθάνεσθαι τὸν Κῦρον προσελαύνοντα XÉN apprendre que Cyrus s'avance ; [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] πατρός OD afin que tu aies des nouvelles de ton père ; πυνθάνεσθαι Πατρόκλοιο θανόντος IL apprendre la mort de Patrocle ; πυνθάνεσθαι τῆς Πύλου κατειλημμένης THC apprendre la prise de Pylos ; πυνθάνεσθαι [[περί]] τινος apprendre qch au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>avec le gén. de la <i>pers.</i> de laquelle on apprend qch</i> : πυνθάνεσθαι τινος apprendre de qqn ; πυνθάνεσθαί τινός [[τι]] apprendre qch de qqn ; τινὸς πυνθάνεσθαι [[ὅτι]] apprendre de qqn que ; πυνθάνεσθαί [[τι]] [[παρά]] τινος apprendre qch de qqn;<br /><b>2</b> s'apercevoir de, remarquer : ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν [[Ἄρηα]] IL ils s'aperçurent qu’Arès était parmi les Troyens.<br />'''Étymologie:''' R. Πυθ, s'informer.
|btext=<i>f.</i> [[πεύσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἐπυθόμην]], <i>pf.</i> πέπυσμαι;<br /><b>I.</b> chercher à savoir, s'enquérir, s'informer de, acc. <i>ou</i> gén. : [[τῶν]] ἑπομένων ἐπυνθάνετο ὁποίοις [[οὐ]] χρὴ θηρίοις πελάζειν XÉN il s'informait auprès de ceux de sa suite de quelles bêtes sauvages il fallait ne pas s'approcher ; <i>de même</i>, [[παρά]] τινος πυνθάνεσθαι, s'informer auprès de qqn;<br /><b>II. 1</b> apprendre en s'informant, être informé de <i>ou</i> que, savoir : [[ὡς]] ἐγὼ [[πυνθάνομαι]], comme j’apprends, comme j’entends dire, comme je sais ; πυνθανόμενος sachant HDT ; ἐπυνθανόμην je savais XÉN ; πυνθάνομαί [[τι]] apprendre qch ; τινα πυνθάνεσθαι [[ὅτι]] apprendre que qqn ; avec un acc. accompagné d'un part. : [[εἰ]] πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα OD si j’avais appris qu’il entreprenait ce voyage ; πυνθάνεσθαι τὸν Κῦρον προσελαύνοντα XÉN apprendre que Cyrus s'avance ; [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] πατρός OD afin que tu aies des nouvelles de ton père ; πυνθάνεσθαι Πατρόκλοιο θανόντος IL apprendre la mort de Patrocle ; πυνθάνεσθαι τῆς Πύλου κατειλημμένης THC apprendre la prise de Pylos ; πυνθάνεσθαι [[περί]] τινος apprendre qch au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>avec le gén. de la <i>pers.</i> de laquelle on apprend qch</i> : πυνθάνεσθαι τινος apprendre de qqn ; πυνθάνεσθαί τινός [[τι]] apprendre qch de qqn ; τινὸς πυνθάνεσθαι [[ὅτι]] apprendre de qqn que ; πυνθάνεσθαί [[τι]] [[παρά]] τινος apprendre qch de qqn;<br /><b>2</b> s'apercevoir de, remarquer : ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν [[Ἄρηα]] IL ils s'aperçurent qu’Arès était parmi les Troyens.<br />'''Étymologie:''' R. Πυθ, s'informer.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πυνθάνομαι''': Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[πεύθομαι]] (ὃ ἴδε)· Ἐπικ. παρατ. πυνθανόμην Ὀδ. Ν. 256· - μέλλ. [[πεύσομαι]] Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. πευσοῦμαι Θεόκρ. 3. 51 (παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 988, πεσεῖσθαι [[εἶναι]] πιθανῶς [[ἁμάρτημα]], ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 797)· - ἀόρ. ἐπῠθόμην· προστ. πυθοῦ, Ἰων. (μεταβαλλομένου καὶ τοῦ τονισμοῦ) πύθευ Ἡρόδ. 3. 68· Ἐπικ. εὐκτ. πεπύθοιτο Ἰλ. Ζ. 50, κτλ., (ὑποτ. πεπυθώνται [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ γε πύθωνται, σιγῇ ἐφ’ ὑμείων, ἵνα μὴ Τρῶές γε πύθωνται Η. 195)· γ΄πληθ. πυθοίατο Σοφ. Ο. Κ. 921· - πρκμ. [[πέπυσμαι]] Ὅμ., Ἀττ.· β΄ ἑνικ. πέπῠσαι Πλάτ. Πρωτ. 310Β, Ἐπικ. πέπυσσαι Ὀδ. Λ. 494· ἀπαρ. πεπύσθαι Θουκ. 7. 67, κτλ.· μετοχ. πεπυσμένος Ἀττ.· - ὑπερσ. ἐπεπύσμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 615, Ὄρν. 470· γ΄ ἑνικ. ἐπέπυστο Ἰλ. Ν. 674· Ἐπικ. πέπυστο [[αὐτόθι]] 521· γ΄δυϊκ. πεπύσθην Ρ. 377. - Ἐκ τῆς √ΠΥΘ· πρβλ. πεύθομαι, πεῦσις, πευθήν, πύστις, πύσμα· Σανσκρ. buth, böth-âmi, budh-yê (animad-vertere, expergisci)· buddh-is (mens, consilium)· Ζενδ. bud· Σλαυ. bud-eti· Λιθ. bund-u, ἀπαρ. bud-eti (vigilare). Μανθάνω [[εἴτε]] ἐξ ἀκοῆς [[εἴτε]] ἐρωτῶν, ἐξιστόρησαν τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι. Ἡρόδ. 7. 105, πρβλ. Veitch Gr. Verbs ἐν λ.). - Συντάσσεται [[περίπου]] ὡς τὸ [[ἀκούω]]: 1) [[κυρίως]], πυνθ. τί τινος, μανθάνειν τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Ρ. 408, Ὀδ. Κ. 537, Αἰσχύλ. Ἀγ. 599, κτλ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Χο. 737· ἔκ τινος Σοφ. Ο. Κ. 1266 καὶ συχν., [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 2. 91, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, κτλ. 2) μόνον μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] τι, Ὀδ. Γ. 187, Αἰσχύλ. Χο. 765, Ἀντιφῶν 132, 22, κτλ.· καὶ ἀπολ., αἰσχρὸν τόδε γ’ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Ἱλ. Β. 119, πρβλ. Πινδ. Π. 7. 8, κτλ., ὡς ἐγὼ [[πυνθάνομαι]] Ἡρόδ. 1. 22, κτλ. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[ἀκούω]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νὰ γίνηται [[λόγος]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νεωτέραν τινὰ ἀγγελίαν, [[μανθάνω]], πυθέσθαι πατρός, [[ἀγγελίης]], μάχης Ὀδ. Α. 281., Β. 256, κ. ἀλλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 35, Πλάτ. Νόμ. 635Β. 4) π. τινά τινος, ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινος [[περί]] τινος, Ἀριστο. Ἀχ. 204, πρβλ. Νεφ. 482· οὕτω, π. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 2. 75· πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ’ ἀλήθειαν πέρι Σοφ. Τρ. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 5, 25, κτλ.· - μόνον μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ νὰ μάθω [[περί]] τινος προσώπου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 619. 5) μετὰ μετοχ., εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, [[διότι]] ἂν ἤκουον ἢ ἐμάνθανον ἐγὼ ὅτι διενοεῖτο νὰ κάμῃ τοῦτο τὸ ταξίδιον, Ὀδ. Δ. 732, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 58, Σοφ. Αἴ. 692· π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκὸς Θουκ. 7. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[οὔπω]]… πυθέσθαι Πατρόκλοιο θανόντος, δὲν εἶχον ἔτι μάθει ὅτι ἀπέθανε, Ἰλ. Ρ. 377, πρβλ. 427., Τ. 322, Αἰσχύλ. Χο. 763· ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Θουκ. 4. 6· οὕτω καὶ μετ’ αἰτ. πράγμ., εἰ σφῶιν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Ἰλ. Α. 257. 6) μετ’ ἀπαρ., [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] ὅτι..., Σοφ. Τρ. 103, Θουκ. 7. 25, κτλ. 7) ἐπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ὡς πυθώμεθα [[ὅπου]] ποτ’ ἐσμὲν Σοφ. Ο. Κ. 11· π., τί ποτε νοεῖ, ἐρωτῶ ἢ [[μανθάνω]] τί…, Πλάτ. Λάχ. 196C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 1, 25· π., ὅτεῳ…, συνοικέει Ἡρόδ. 3. 68· π. εἰ…, ἐρωτῶ διὰ νὰ μάθω ἄν…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 617, Σοφ. Ο.Κ. 993· τοῦ ξένου [[ἡδέως]] ἂν π., τί ταῦθ’ ἡγοῦντο Πλάτ. Σοφιστ. 216D· π. τινος, ὅτι... Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17· π., [[ὅπως]] ἂν κάλλιστα πορευθείη [[αὐτόθι]] 3. 1, 7, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 7.
|elnltext=πυνθάνομαι, ander praes. πεύθω, ep. imperf. πυνθανόμην; aor. ἐπυθόμην, ep. aor. πυθόμην; ep. opt. redupl. πεπύθοιτο, 3 plur. πυθοίατο, imperat. πυθοῦ, Ion. πυθεῦ, inf. πυθέσθαι, ptc. πυθόμενος; perf. πέπυσμαι, ep. perf. 2 sing. πέπυσσαι, inf. πεπύσθαι, ptc. πεπυσμένος, plqperf. (ἐ)πεπύσμην, 3 dual. πεπύσθην; fut. πεύσομαι, Dor. fut. 2 plur. πευσεῖσθε informeren (naar, bij), vragen (naar, bij): met gen. informeren naar:; ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο ga informeren naar je vader die al zo lang weg is Od. 1.281; informeren bij: met gen. en acc.. πολλάκι... τό γε μητρὸς ἐπεύθετο dikwijls informeerde hij hiernaar bij zijn moeder Il. 17.408. met afhankelijke vraagzin:. πυνθάνοι’ ἂν εἰ πατήρ σ’ ὁ καίνων; zou je dan vragen of de moordenaar je vader was? Soph. OC 993; ἐπυνθάνοντο... τί τὰ πυρὰ κατασβέσειαν zij vroegen waarom ze de vuren gedoofd hadden Xen. An. 6.3.25; ἐπυνθάνετο ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη hij informeerde hoe hij de reis het best kon ondernemen Xen. An. 3.1.7. vernemen, erachter komen abs.. αἰσχρόν... ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι het is ook voor toekomstige generaties schandelijk te vernemen Il. 2.119; σοὶ δ’ οὔ πω φίλον ἐστὶ δαήμεναι οὐδὲ πυθέσθαι maar dat wil jij liever niet weten of horen Od. 13.335; ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι naar ik hoor Hdt. 1.22.2. met gen. horen over:; μάλα γάρ κε μάχης ἐπύθοντο zij zouden zeker van de strijd gehoord hebben Il. 15.224; horen van:; ἀγγέλων πεπυσμένοι bericht van boodschappers vernomen hebbend Aeschl. Suppl. 185; ook met prep.. πεπυσμένον παρὰ τῆς μητρός omdat hij (de naam) van zijn moeder had gehoord Hdt. 2.91.6. met acc. vernemen; met acc. en gen..; ἀνάκτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον ik zal het hele verhaal van de meester zelf horen Aeschl. Ag. 599; met acc. zonder ptc.. ὡς ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα toen ze van Ares' aanwezigheid bij de Trojanen hoorden Il. 5.702. met ptc. vernemen dat (van een feit); met AcP:; εἰ... πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα als ik gehoord had dat hij die reis overwoog Od. 4.732; ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε als jullie vernemen dat zij dood of gewond zijn Aeschl. Sept. 243; π. τὸ Πλημμύριον ὑπὸ τῶν Συρακοσίων ἑαλωκός vernemen dat Plemmyrion door de Syrakusanen veroverd is Thuc. 7.31.3; met gen. en ptc.. εἰ σφῶϊν... πυθοίατο μαρναμένοιϊν als zij horen dat jullie beiden ruziën Il. 1.257; ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης zij vernamen dat Pylos was bezet Thuc. 4.6.1. met inf. vernemen dat (als gerucht), met AcI:. πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν omdat ik vernam dat het goed met jullie ging Xen. An. 7.6.11. met afhankelijke vraagzin:. ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ’ ἔσμεν opdat we erachter komen waar we eigenlijk zijn Soph. OC 11; θέλω πυθέσθαι μή... τι πῆμα δάκνει φρένα ik wil erachter komen of niet een nieuw ongeluk uw hart kwelt Eur. Hcld. 482.
}}
{{elru
|elrutext='''πυνθάνομαι:''' (= [[πεύθομαι]]) (fut. [[πεύσομαι]] - дор. πευσοῦμαι, aor. 2 [[ἐπυθόμην]] - эп. πυθόμην и πεπυθόμην, pf. [[πέπυσμαι]], ppf. ἐπεπύσμην - эп. πεπύσμην; adj. verb. [[πυστός]] и [[πευστέος]])<br /><b class="num">1)</b> расспрашивать, выведывать, осведомляться, (раз)узнавать (πᾶσαν ἀλήθειαν περί τινος Soph.; τι [[ἀπό]] τινος Soph. и [[παρά]] τινος Plat., Arst. etc.): π. τινος Xen. узнавать о ком(чем)-л. или у кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> получить сведения, )знать, услышать (ὡς ἐγὼ [[πυνθάνομαι]] Her., Thuc., Dem.): [[τοιαῦτα]], ὧν πεύσει [[τάχα]] Soph. то, о чем ты сейчас узнаешь; πυνθανόμενος [[ὑμᾶς]] εὖ πράττειν Xen. узнав, что у вас все обстоит благополучно; οὐ γάρ τί πω πάντα [[σαφῶς]] πεπύσμεθα Plat. мы-то ведь не обо всем точно осведомлены; [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] (conjct.) πατρός Hom. чтобы ты получил сведения об отце; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Thuc. когда (пелопоннесцы), узнали, что Пилос взят; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου Soph. (ничего) ты от меня не узнаешь.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πυνθάνομαι:''' εκτεταμ. από √<i>ΠΥΘ</i> (βλ. [[πεύθομαι]])· Επικ. παρατ. <i>πυνθανόμην</i>, μέλ. [[πεύσομαι]], Δωρ. <i>πευσοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπῠθόμην</i>, προστ. <i>πυθοῦ</i>, Ιων. [[πύθευ]]· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. [[πεπύθοιτο]]· παρακ. [[πέπυσμαι]], βʹ ενικ. <i>πέπῠσαι</i>, Επικ. <i>πέπυσσαι</i>, απαρ. <i>πεπύσθαι</i>· υπερσ. <i>ἐπεπύσμην</i>, γʹ ενικ. [[ἐπέπυστο]], Επικ. [[πέπυστο]], γʹ δυϊκ. [[πεπύσθην]]· [[μαθαίνω]] εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">1.</b> <i>πυνθ. τί τινος</i>, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από ένα [[πρόσωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[ακούω]], [[ακούω]] να γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[ακούω]] [[νέα]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>π. τινά τινος</i>, ζητώ να μάθω από κάποιον για [[κάτι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, π. [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός</i>, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, [[οὔπω]] [[πυθέσθαι]] Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν [[ακόμα]] ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ., [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] ότι, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πυνθάνομαι:''' εκτεταμ. από √<i>ΠΥΘ</i> (βλ. [[πεύθομαι]])· Επικ. παρατ. <i>πυνθανόμην</i>, μέλ. [[πεύσομαι]], Δωρ. <i>πευσοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπῠθόμην</i>, προστ. <i>πυθοῦ</i>, Ιων. [[πύθευ]]· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. [[πεπύθοιτο]]· παρακ. [[πέπυσμαι]], βʹ ενικ. <i>πέπῠσαι</i>, Επικ. <i>πέπυσσαι</i>, απαρ. <i>πεπύσθαι</i>· υπερσ. <i>ἐπεπύσμην</i>, γʹ ενικ. [[ἐπέπυστο]], Επικ. [[πέπυστο]], γʹ δυϊκ. [[πεπύσθην]]· [[μαθαίνω]] εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">1.</b> <i>πυνθ. τί τινος</i>, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από ένα [[πρόσωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[ακούω]], [[ακούω]] να γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[ακούω]] [[νέα]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>π. τινά τινος</i>, ζητώ να μάθω από κάποιον για [[κάτι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, π. [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός</i>, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, [[οὔπω]] [[πυθέσθαι]] Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν [[ακόμα]] ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ., [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] ότι, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πυνθάνομαι:''' (= [[πεύθομαι]]) (fut. [[πεύσομαι]] - дор. πευσοῦμαι, aor. 2 [[ἐπυθόμην]] - эп. πυθόμην и πεπυθόμην, pf. [[πέπυσμαι]], ppf. ἐπεπύσμην - эп. πεπύσμην; adj. verb. [[πυστός]] и [[πευστέος]])<br /><b class="num">1)</b> расспрашивать, выведывать, осведомляться, (раз)узнавать (πᾶσαν ἀλήθειαν περί τινος Soph.; τι [[ἀπό]] τινος Soph. и [[παρά]] τινος Plat., Arst. etc.): π. τινος Xen. узнавать о ком(чем)-л. или у кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> получить сведения, (у)знать, услышать (ὡς ἐγὼ [[πυνθάνομαι]] Her., Thuc., Dem.): [[τοιαῦτα]], ὧν πεύσει [[τάχα]] Soph. то, о чем ты сейчас узнаешь; πυνθανόμενος [[ὑμᾶς]] εὖ πράττειν Xen. узнав, что у вас все обстоит благополучно; οὐ γάρ τί πω πάντα [[σαφῶς]] πεπύσμεθα Plat. мы-то ведь не обо всем точно осведомлены; [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] (conjct.) πατρός Hom. чтобы ты получил сведения об отце; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Thuc. когда (пелопоннесцы), узнали, что Пилос взят; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου Soph. (ничего) ты от меня не узнаешь.
|lstext='''πυνθάνομαι''': Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[πεύθομαι]] (ὃ ἴδε)· Ἐπικ. παρατ. πυνθανόμην Ὀδ. Ν. 256· - μέλλ. [[πεύσομαι]] Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. πευσοῦμαι Θεόκρ. 3. 51 (παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 988, πεσεῖσθαι [[εἶναι]] πιθανῶς [[ἁμάρτημα]], ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 797)· - ἀόρ. ἐπῠθόμην· προστ. πυθοῦ, Ἰων. (μεταβαλλομένου καὶ τοῦ τονισμοῦ) πύθευ Ἡρόδ. 3. 68· Ἐπικ. εὐκτ. πεπύθοιτο Ἰλ. Ζ. 50, κτλ., (ὑποτ. πεπυθώνται [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ γε πύθωνται, σιγῇ ἐφ’ ὑμείων, ἵνα μὴ Τρῶές γε πύθωνται Η. 195)· γ΄πληθ. πυθοίατο Σοφ. Ο. Κ. 921· - πρκμ. [[πέπυσμαι]] Ὅμ., Ἀττ.· β΄ ἑνικ. πέπῠσαι Πλάτ. Πρωτ. 310Β, Ἐπικ. πέπυσσαι Ὀδ. Λ. 494· ἀπαρ. πεπύσθαι Θουκ. 7. 67, κτλ.· μετοχ. πεπυσμένος Ἀττ.· - ὑπερσ. ἐπεπύσμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 615, Ὄρν. 470· γ΄ ἑνικ. ἐπέπυστο Ἰλ. Ν. 674· Ἐπικ. πέπυστο [[αὐτόθι]] 521· γ΄δυϊκ. πεπύσθην Ρ. 377. - Ἐκ τῆς √ΠΥΘ· πρβλ. πεύθομαι, πεῦσις, πευθήν, πύστις, πύσμα· Σανσκρ. buth, böth-âmi, budh-yê (animad-vertere, expergisci)· buddh-is (mens, consilium)· Ζενδ. bud· Σλαυ. bud-eti· Λιθ. bund-u, ἀπαρ. bud-eti (vigilare). Μανθάνω [[εἴτε]] ἐξ ἀκοῆς [[εἴτε]] ἐρωτῶν, ἐξιστόρησαν τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι. Ἡρόδ. 7. 105, πρβλ. Veitch Gr. Verbs ἐν λ.). - Συντάσσεται [[περίπου]] ὡς τὸ [[ἀκούω]]: 1) [[κυρίως]], πυνθ. τί τινος, μανθάνειν τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Ρ. 408, Ὀδ. Κ. 537, Αἰσχύλ. Ἀγ. 599, κτλ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Χο. 737· ἔκ τινος Σοφ. Ο. Κ. 1266 καὶ συχν., [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 2. 91, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, κτλ. 2) μόνον μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] τι, Ὀδ. Γ. 187, Αἰσχύλ. Χο. 765, Ἀντιφῶν 132, 22, κτλ.· καὶ ἀπολ., αἰσχρὸν τόδε γ’ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Ἱλ. Β. 119, πρβλ. Πινδ. Π. 7. 8, κτλ., ὡς ἐγὼ [[πυνθάνομαι]] Ἡρόδ. 1. 22, κτλ. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[ἀκούω]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νὰ γίνηται [[λόγος]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νεωτέραν τινὰ ἀγγελίαν, [[μανθάνω]], πυθέσθαι πατρός, [[ἀγγελίης]], μάχης Ὀδ. Α. 281., Β. 256, κ. ἀλλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 35, Πλάτ. Νόμ. 635Β. 4) π. τινά τινος, ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινος [[περί]] τινος, Ἀριστο. Ἀχ. 204, πρβλ. Νεφ. 482· οὕτω, π. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 2. 75· πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ’ ἀλήθειαν πέρι Σοφ. Τρ. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 5, 25, κτλ.· - μόνον μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ νὰ μάθω [[περί]] τινος προσώπου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 619. 5) μετὰ μετοχ., εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, [[διότι]] ἂν ἤκουον ἢ ἐμάνθανον ἐγὼ ὅτι διενοεῖτο νὰ κάμῃ τοῦτο τὸ ταξίδιον, Ὀδ. Δ. 732, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 58, Σοφ. Αἴ. 692· π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκὸς Θουκ. 7. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[οὔπω]]… πυθέσθαι Πατρόκλοιο θανόντος, δὲν εἶχον ἔτι μάθει ὅτι ἀπέθανε, Ἰλ. Ρ. 377, πρβλ. 427., Τ. 322, Αἰσχύλ. Χο. 763· ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Θουκ. 4. 6· οὕτω καὶ μετ’ αἰτ. πράγμ., εἰ σφῶιν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Ἰλ. Α. 257. 6) μετ’ ἀπαρ., [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] ὅτι..., Σοφ. Τρ. 103, Θουκ. 7. 25, κτλ. 7) ἐπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ὡς πυθώμεθα [[ὅπου]] ποτ’ ἐσμὲν Σοφ. Ο. Κ. 11· π., τί ποτε νοεῖ, ἐρωτῶ [[μανθάνω]] τί…, Πλάτ. Λάχ. 196C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 1, 25· π., ὅτεῳ…, συνοικέει Ἡρόδ. 3. 68· π. εἰ…, ἐρωτῶ διὰ νὰ μάθω ἄν…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 617, Σοφ. Ο.Κ. 993· τοῦ ξένου [[ἡδέως]] ἂν π., τί ταῦθ’ ἡγοῦντο Πλάτ. Σοφιστ. 216D· π. τινος, ὅτι... Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17· π., [[ὅπως]] ἂν κάλλιστα πορευθείη [[αὐτόθι]] 3. 1, 7, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 7.
}}
{{elnl
|elnltext=πυνθάνομαι, ander praes. πεύθω, ep. imperf. πυνθανόμην; aor. ἐπυθόμην, ep. aor. πυθόμην; ep. opt. redupl. πεπύθοιτο, 3 plur. πυθοίατο, imperat. πυθοῦ, Ion. πυθεῦ, inf. πυθέσθαι, ptc. πυθόμενος; perf. πέπυσμαι, ep. perf. 2 sing. πέπυσσαι, inf. πεπύσθαι, ptc. πεπυσμένος, plqperf. (ἐ)πεπύσμην, 3 dual. πεπύσθην; fut. πεύσομαι, Dor. fut. 2 plur. πευσεῖσθε informeren (naar, bij), vragen (naar, bij): met gen. informeren naar:; ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο ga informeren naar je vader die al zo lang weg is Od. 1.281; informeren bij: met gen. en acc.. πολλάκι... τό γε μητρὸς ἐπεύθετο dikwijls informeerde hij hiernaar bij zijn moeder Il. 17.408. met afhankelijke vraagzin:. πυνθάνοι’ ἂν εἰ πατήρ σ’ ὁ καίνων; zou je dan vragen of de moordenaar je vader was? Soph. OC 993; ἐπυνθάνοντο... τί τὰ πυρὰ κατασβέσειαν zij vroegen waarom ze de vuren gedoofd hadden Xen. An. 6.3.25; ἐπυνθάνετο ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη hij informeerde hoe hij de reis het best kon ondernemen Xen. An. 3.1.7. vernemen, erachter komen abs.. αἰσχρόν... ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι het is ook voor toekomstige generaties schandelijk te vernemen Il. 2.119; σοὶ δ’ οὔ πω φίλον ἐστὶ δαήμεναι οὐδὲ πυθέσθαι maar dat wil jij liever niet weten of horen Od. 13.335; ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι naar ik hoor Hdt. 1.22.2. met gen. horen over:; μάλα γάρ κε μάχης ἐπύθοντο zij zouden zeker van de strijd gehoord hebben Il. 15.224; horen van:; ἀγγέλων πεπυσμένοι bericht van boodschappers vernomen hebbend Aeschl. Suppl. 185; ook met prep.. πεπυσμένον παρὰ τῆς μητρός omdat hij (de naam) van zijn moeder had gehoord Hdt. 2.91.6. met acc. vernemen; met acc. en gen..; ἀνάκτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον ik zal het hele verhaal van de meester zelf horen Aeschl. Ag. 599; met acc. zonder ptc.. ὡς ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα toen ze van Ares' aanwezigheid bij de Trojanen hoorden Il. 5.702. met ptc. vernemen dat (van een feit); met AcP:; εἰ... πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα als ik gehoord had dat hij die reis overwoog Od. 4.732; ἐὰν θνῄσκοντας τετρωμένους πύθησθε als jullie vernemen dat zij dood of gewond zijn Aeschl. Sept. 243; π. τὸ Πλημμύριον ὑπὸ τῶν Συρακοσίων ἑαλωκός vernemen dat Plemmyrion door de Syrakusanen veroverd is Thuc. 7.31.3; met gen. en ptc.. εἰ σφῶϊν... πυθοίατο μαρναμένοιϊν als zij horen dat jullie beiden ruziën Il. 1.257; ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης zij vernamen dat Pylos was bezet Thuc. 4.6.1. met inf. vernemen dat (als gerucht), met AcI:. πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν omdat ik vernam dat het goed met jullie ging Xen. An. 7.6.11. met afhankelijke vraagzin:. ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ’ ἔσμεν opdat we erachter komen waar we eigenlijk zijn Soph. OC 11; θέλω πυθέσθαι μή... τι πῆμα δάκνει φρένα ik wil erachter komen of niet een nieuw ongeluk uw hart kwelt Eur. Hcld. 482.
}}
}}
{{etym
{{etym