Anonymous

πτερύγιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />petite aile.<br />'''Étymologie:''' [[πτέρυξ]].
|btext=ου (τό) :<br />petite aile.<br />'''Étymologie:''' [[πτέρυξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτερύγιον''': [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πτέρυξ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3, περὶ Ζῴων Πορ. 17, 4. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ., τὰ πτερύγια τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 7., 1. 2. 13, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] τὰ πρὸς πτερύγια ὁμοιάζοντα μέρη καρκίνων τινῶν, [[αὐτόθι]] 4. 1, 7., 4. 2, 7· ― [[ὡσαύτως]] τὰ πρὸς πτερύγια παρεμφερῆ [[ἄκρα]] τῆς οὐρᾶς μαλακοστράκων τινῶν, [[αὐτόθι]] 1. 5, 10., 4. 2, 7 κἑξ., π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2· ἢ τὰ ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 5· ― [[ὡσαύτως]] τὰ ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ἐντόμων τινῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14· - ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς σηπίας, πτερύγ’... σηπίας ὠπτημένα Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Πονήρᾳ» 3· [[ὡσαύτως]] τὸ περὶ ἅπαν τὸ [[σῶμα]] τοῦ τεύθου [[πτερύγιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4.9, 15. 2) τὰ κέρατα εἴδους τινὸς γλαυκὸς ἢ τοῦ ὤτου («μπούφου», Λατ. strix otus), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 12. 3) τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 90, Ἡσύχ. 4) ἐν οἰκοδομήματι, [[πύργος]], ἐπάλξεις, ἢ (κατ’ ἄλλους) [[στέγη]] εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 9, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5· [[πτέρυξ]] ΙΙ. 7· - ἐν μηχανῇ [[τεμάχιον]] ξύλου προεξέχον, Πολύβ. 27, 9, 4. 5) = [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 35, Πολυδ. Ζ΄62, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΕ΄, 37, κτλ.)· - ὅμοιον [[παράρτημα]] θώρακος, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 251. 6) ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τῶν ὡμοπλατῶν ὀνομάζονται πτερύγια, Πολυδ. Β΄ 177· τὸ ἐπὶ τοὺς κροτάφους ἐπικλινὲς [[μέρος]] τῶν ὤτων, δηλ. τὸ ἄνω [[μέρος]] τῶν ὤτων, [[αὐτόθι]] 85, Ἡσύχ.· ἐπὶ τῆς [[ῥινός]], τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ ἀκρορρινίου μέρη αὐτῆς τὰ πρὸς τὰς παρειάς, Πολυδ. Β΄, 80, Γαλην. 7) ἐν τῇ ἰατρικῇ, [[νόσος]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, καθ’ ἣν μεμβρᾶνά τις φύεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ κανθοῦ, Γαλην. 7. 322, Κέλσος 7. 7, 5. - Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερόν]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|elnltext=πτερύγιον -ου, τό [πτέρυξ] geneesk. pterygium, vleugeltje (oogkwaal). dakrand:. τοῦ ἱεροῦ van de tempel NT Luc. 4.9.
}}
{{elru
|elrutext='''πτερύγιον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[перышко]] или [[крылышко]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (у рыб и проч.) плавник Arst.;<br /><b class="num">3)</b> (у ракообразных и насекомых), [[хвостовой придаток]] Arst.;<br /><b class="num">4)</b> (у рогатой совы), [[кисточка]] Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[пола хитона]] Arst.;<br /><b class="num">6)</b> тех. [[брус]], [[дышло]] Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> архит. [[крыло]] (τοῦ ἱεροῦ NT).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πτερύγιον:''' [ῡ], τό,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[πτέρυξ]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[πτέρυγα]] κτιρίου, [[πυργίσκος]] ή [[έπαλξη]], [[άκρο]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πτερύγιον:''' [ῡ], τό,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[πτέρυξ]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[πτέρυγα]] κτιρίου, [[πυργίσκος]] ή [[έπαλξη]], [[άκρο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτερύγιον:''' () τό<br /><b class="num">1)</b> [[перышко]] или [[крылышко]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (у рыб и проч.) плавник Arst.;<br /><b class="num">3)</b> (у ракообразных и насекомых), [[хвостовой придаток]] Arst.;<br /><b class="num">4)</b> (у рогатой совы), [[кисточка]] Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[пола хитона]] Arst.;<br /><b class="num">6)</b> тех. [[брус]], [[дышло]] Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> архит. [[крыло]] (τοῦ ἱεροῦ NT).
|lstext='''πτερύγιον''': [], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πτέρυξ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3, περὶ Ζῴων Πορ. 17, 4. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ., τὰ πτερύγια τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 7., 1. 2. 13, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] τὰ πρὸς πτερύγια ὁμοιάζοντα μέρη καρκίνων τινῶν, [[αὐτόθι]] 4. 1, 7., 4. 2, 7· ― [[ὡσαύτως]] τὰ πρὸς πτερύγια παρεμφερῆ [[ἄκρα]] τῆς οὐρᾶς μαλακοστράκων τινῶν, [[αὐτόθι]] 1. 5, 10., 4. 2, 7 κἑξ., π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2· ἢ τὰ ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 5· ― [[ὡσαύτως]] τὰ ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ἐντόμων τινῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14· - ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς σηπίας, πτερύγ’... σηπίας ὠπτημένα Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Πονήρᾳ» 3· [[ὡσαύτως]] τὸ περὶ ἅπαν τὸ [[σῶμα]] τοῦ τεύθου [[πτερύγιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4.9, 15. 2) τὰ κέρατα εἴδους τινὸς γλαυκὸς ἢ τοῦ ὤτου («μπούφου», Λατ. strix otus), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 12. 3) τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 90, Ἡσύχ. 4) ἐν οἰκοδομήματι, [[πύργος]], ἐπάλξεις, ἢ (κατ’ ἄλλους) [[στέγη]] εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 9, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5· [[πτέρυξ]] ΙΙ. 7· - ἐν μηχανῇ [[τεμάχιον]] ξύλου προεξέχον, Πολύβ. 27, 9, 4. 5) = [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 35, Πολυδ. Ζ΄62, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΕ΄, 37, κτλ.)· - ὅμοιον [[παράρτημα]] θώρακος, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 251. 6) ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τῶν ὡμοπλατῶν ὀνομάζονται πτερύγια, Πολυδ. Β΄ 177· τὸ ἐπὶ τοὺς κροτάφους ἐπικλινὲς [[μέρος]] τῶν ὤτων, δηλ. τὸ ἄνω [[μέρος]] τῶν ὤτων, [[αὐτόθι]] 85, Ἡσύχ.· ἐπὶ τῆς [[ῥινός]], τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ ἀκρορρινίου μέρη αὐτῆς τὰ πρὸς τὰς παρειάς, Πολυδ. Β΄, 80, Γαλην. 7) ἐν τῇ ἰατρικῇ, [[νόσος]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, καθ’ ἣν μεμβρᾶνά τις φύεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ κανθοῦ, Γαλην. 7. 322, Κέλσος 7. 7, 5. - Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερόν]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{elnl
|elnltext=πτερύγιον -ου, τό [πτέρυξ] geneesk. pterygium, vleugeltje (oogkwaal). dakrand:. τοῦ ἱεροῦ van de tempel NT Luc. 4.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj