Anonymous

πρόσκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de <i>en parl. de la femme</i> ; être donnée comme épouse à, τινι ; <i>en gén., en parl. de choses</i> se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;<br /><b>II.</b> être ajouté, s'ajouter, être en surcroît ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; <i>en gén.</i> être, τινι;<br /><b>2</b> se rattacher à, dépendre de, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, être approprié à, τινι ; <i>Pass.</i> être allégué (comme excuse);<br /><b>4</b> adhérer à, τινι;<br /><b>5</b> s'attacher à, être attaché <i>ou</i> dévoué à, τινι ; <i>en parl. de choses</i> s'adonner à, τινι;<br /><b>6</b> s'attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; <i>en mauv. part</i> poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l'armée ennemie.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεῖμαι]].
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de <i>en parl. de la femme</i> ; être donnée comme épouse à, τινι ; <i>en gén., en parl. de choses</i> se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;<br /><b>II.</b> être ajouté, s'ajouter, être en surcroît ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; <i>en gén.</i> être, τινι;<br /><b>2</b> se rattacher à, dépendre de, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, être approprié à, τινι ; <i>Pass.</i> être allégué (comme excuse);<br /><b>4</b> adhérer à, τινι;<br /><b>5</b> s'attacher à, être attaché <i>ou</i> dévoué à, τινι ; <i>en parl. de choses</i> s'adonner à, τινι;<br /><b>6</b> s'attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; <i>en mauv. part</i> poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l'armée ennemie.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσκειμαι''': (περὶ τῶν Ἰωνικῶν τύπων, ἴδε ἐν λ. [[κεῖμαι]]), κεῖται ὡς παθ. τοῦ [[προστίθημι]]. τίθεμαι ἢ εἶμαι τεθειμένος ἐπὶ τινος ἢ πλησίον, οὔατα προσέκειτο, ὑπῆρχον λαβαὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Σ. 379· τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι, κεῖσθαι πλησίον τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Σφ. 142, πρβλ. Εὐρ: Φοίν. 739· δοκοὶ τῷ τείχει… προσκείμεναι, κείμεναι πλησίον τοῦ τείχους, Θουκ. 4. 112· πρ. ὁ καλὸς τῷ ἀγαθῷ Ξεν. Οἰκ. 6, 15· ἐπὶ τόπων, [[ὑπάρχω]], [[κεῖμαι]] πλησίον, εἶμαι γειτονικός, συνορεύω, τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Πολύβ. 3. 24, 2, κτλ.· ― ὁ προσκείμενος [[ἵππος]], ὁ πρὸς τὰ ἔσω ([[ὅταν]] ὁ [[ἁρματηλάτης]] περικάμπτῃ γωνίαν), Σοφ. Ἠλ. 722. 2) ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1223· [[μάλιστα]] ἐπὶ γυναικός, δίδομαι ὡς [[σύζυγος]], τινι Ἡρόδ. 1. 196· ἴδε [[προστίθημι]] Ι. 2. ΙΙ. [[καθόλου]], συμπεριλαμβάνομαι ἔν τινι, εἶμαι συνδεδεμένος μετὰ τινος, εἴ τῷ [[πρόσκειμαι]] χρηστῷ Σοφ. Ἠλ. 240· ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ [[αὐτόθι]] 1040· κακοῖς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη Εὐρ. Ἀποσπ. 422 (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κακὸν πρόσκειταί τινι, ἴδε κατωτ. ΙΗ.) 2) εἶμαι προσκεκολλημένος ἢ ἀφωσιωμένος ἔις τινα, τινι Ἡρόδ. 6. 61· τῷ δήμῳ, τῷ ὄχλῳ Θουκ. 6. 89, κτλ.· ἀπολ. θεραπεύων πρ. ὁ αὐτ. 8. 52· ― [[ὡσαύτως]], ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν λατρείαν θεοῦ τινος, τῷ Διονύσῳ, τῷ θεῷ Διον. Κ. 51. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 20· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, πρ. τῷ λεγομένῳ, δίδω πίστιν εἰς τὸ λεγόμενον, Ἡρόδ. 4. 11· πρ. οἴνῳ, τῇ φιλοινίη, εἶμαι δεδομένος, [[ἔκδοτος]] εἰς τὸν [[οἶνον]], [[αὐτόθι]] 133., 3. 34· ἄγραις ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν θήραν, ἀσχολοῦμαι εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 406· ταῖς ναυσὶ Θουκ. 1. 93, πρβλ. 8. 89· τῇ του ὄντος ἰδέᾳ Πλάτ. Σοφιστ. 254Α· τῇ του Ὁμήρου ποιήσει Παυσ. 2. 21, 10· τοῖς Δημοσθένους λόγοις Ἀριστείδ. 2. 315· θειασμῷ Πλουτ. Νικ. 4. 3) [[ἐπιμένω]], παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], ὡς τὸ [[ἔγκειμαι]], τῷ Κύρῳ δῶρα πρ. πέμπων Ἡρόδ. 1. 123· πρ. αὐτῷ ἀξιοῦντες…, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 7· ἀπολ., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι, μετὰ θερμῶν παρακλήσεων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· προσκείμενος ἐδίδασκε, μετὰ ζήλου, Θουκ. 7. 18· δεόμενοι προσέκειντο Πλουτ. Περικλ. 33. β) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, [[πιέζω]], στενοχωρῶ, [[διώκω]] κατὰ πόδας, τινι Ἡρόδ. 9. 57, πρβλ. 40, 60, Θουκ. 4. 33, κτλ.· ἀπολ., ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, κτλ.· τὸ γὰρ προσκείμενον ἔβλαπτεν αὐτοὺς Ἡρόδ. 9. 61· κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον Εὐρ. Ι. Τ. 316, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 210Ε· ― μεταφ., ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει Σοφ. Ἀντ. 94· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ., οἵ μ’ ἀεὶ προσκείμενοι Εὐρ. Ι. Α. 814. ΙΙΙ. μετὰ πραγματικοῦ ὑποκειμένου, τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται Ἡρόδ., 1. 118, πρβλ. 2. 83, κτλ.· πρ. τινι [[δοῦλος]] Εὐρ. Τρῳ. 185· ― ἀπόκειται εἴς τινα ὡς [[ἔργον]] [[αὐτοῦ]], τούτοισι προσκέεται… ἀποδεικνύναι Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. 1. 119· ἐμοὶ τοῦτο πρ., μηδένα πελάζειν δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 433· ἐπὶ ποινῶν, Ξεν. Πόροι 4, 21. 2) προστίθεμαι εἴς τι, βραχεῖ λόγῳ... πολλὰ πρόσκειται σοφὰ Σοφ. Ἀποσπ. 89· τὴν ἀβουλίαν, ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακὸν αὐτ. ἐν Ἀντ. 1243· [[ἄλγος]] ἄλγει πρ. Εὐρ. Ἄλπ. 1039· ἐπὶ τοῖς [[πάλαι]] κακοῖς πρ. [[πῆμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 483· [[κέρδος]] πρὸς ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 162· πρ. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ [[ὥσπερ]] ἵππῳ Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· [[ταῦτα]] προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 210 (196)· ― ἀπολ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Σοφ. Ο. Τ. 232· ἀντίθετον τῷ ἀφαιρεῖσθαι, Πλάτ. Κρατ. 393D. 3) ἐπὶ ἀριθμητικῆς σημασίας, ἀντίθ. τῷ ἀφηρῆσθαι, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 12., 5. 11, 4, κ. ἀλλ. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, προστίθεμαι ὡς [[γνώρισμα]] ὁρίζον γενικὴν ἔννοιαν (ἴδε [[πρόσθεσις]] ΙΙΙ. 3), περὶ Ἑρμ. 11, 8, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 8, 2, ἀλ.
|elnltext=πρόσ-κειμαι, met dat. liggen bij, zich bevinden bij:; ἐχθρὰ τῷ θανόντι προσκείσῃ jij zult als een vijand bij de dode rusten Soph. Ant. 94; λόχων ἄνακτας ἑπτὰ προσκεῖσθαι πύλαις dat zeven afdelingsaanvoerders bij de poorten gelegerd zijn Eur. Phoen. 739; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο blijf bij de deur Aristoph. Ve. 142; ἄλγος ἄλγει τοῦτ’ ἂν ἦν προσκείμενον dat zou een opeenstapeling van de ene ellende op de andere zijn Eur. Alc. 1039; overdr. betrokken zijn bij:; ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ bij welk onheil jij betrokken bent Soph. El. 1040; εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ als ik mij in een gunstige situatie bevind Soph. El. 240; onpers. overdr. πρόσκειται met dat. v. pers. het is de taak van:. τοῖσι προσεκέετο aan wie het was opgedragen Hdt. 1.119.5; ἐμοὶ... τοῦτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν dat is mijn taak, ervoor te zorgen dat niemand in de buurt komt Eur. Hel. 443. iem. of iets toegenegen zijn, gehecht zijn (aan):. τῷ προσεκέετο... μάλιστα ὁ Ἀρίστων met wie Ariston een zeer hechte band had Hdt. 6.61.2; οἴνῳ δὲ κάρτα προσκέαται ze zijn zeer gesteld op wijn Hdt. 1.133.3; ἔστι... καὶ ἄλλος λόγος..., τῷ... αὐτὸς πρόσκειμαι er is nog een andere versie waartoe ik zelf overhel Hdt. 4.11.1; ἦν γὰρ... ἄγαν θειασμῷ... προσκείμενος hij hechtte zeer aan goddelijke waarschuwingen Thuc. 7.50.4; ταῖς γὰρ ναυσὶ μάλιστα προσέκειτο de vloot was zijn belangrijkste zorg Thuc. 1.93.7; τῷ δήμῳ προσεκείμην μᾶλλον ik was de zaak van het volk meer toegedaan Thuc. 6.89.3; τῇ τοῦ ὄντος ἀεί... προσκείμενος ἰδέᾳ zich steeds wijdend aan de idee van het Ζijn Plat. Sph. 254a. als perf. pass. bij προστίθημι toegevoegd zijn (aan):; οὔατα δ’ οὔ πω προσέκειτο er zaten nog geen handvaten aan Il. 18.379; προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ door de godheid aan de stad toegevoegd Plat. Ap. 30e; toegewezen zijn:; τῷ πρόσκειμαι δούλα; aan wie ben ik als slavin toegewezen? Eur. Tr. 185; wisk.. προσκείσθω τῇ ΓΓ τὸ ἐφ’ ᾧ ΓΔ laat aan het lijnstuk CC het segment CD toegevoegd zijn Aristot. EN 1132b7. druk uitoefenen (op), onder druk zetten:; Κύρῳ... προσεκέετο ὁ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων Harpagos trachtte door het sturen van geschenken Cyrus voor zich te winnen Hdt. 1.123.1; προσέκειντο αὐτῷ zij oefenden druk op hem uit Xen. Hell. 3.4.7; milit. aanvallen, in het nauw brengen:. καὶ ἅμα καταλαβόντες προσεκέατό σφι en meteen toen ze hen bereikten vielen ze aan Hdt. 9.57.3; τὸ προσκείμενον het deel ( v. h. leger) dat hen op de huid zat Hdt. 9.61.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσκειμαι:''' ион. тж. [[προσκέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[находиться]] (при или на чем-л.), прилегать, примыкать: [[οὔατα]] δ᾽ [[οὔπω]] προσέκειτο Hom. ручки еще не были приделаны (к треножникам); αἱ δοκοὶ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. сложенные у стены балки; τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. прилегать к мысу; προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. понятие красоты тесно связано с понятием блага; δεξιὸν ἀνεὶς ἵππον, εἶργε τὸν [[προσκείμενον]] Soph. отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба); π. χρηστῷ Soph. наслаждаться благополучием; π. κακῷ Soph. попасть в беду;<br /><b class="num">2)</b> [[налегать]], [[напирать]]: τῇ θύρᾳ π. Arph. наваливаться на дверь; π. πύλαις Eur. штурмовать ворота; προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. так как враги напирали; προσκείμενος ἐδίδασκε τὴν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию; ἀνάγκης προσκειμένης Plat. под давлением необходимости; οἵ μ᾽ ἀεὶ προσκείμενοι Eur. (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне;<br /><b class="num">3)</b> [[быть свойственным]], [[присущим]], [[быть уделом]] (προσκειμένη [[ζημία]] τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἡ [[τέχνη]] [[μαντική]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[быть возложенным]], [[порученным]]: τοῖσι προσεκέετο Her. (те), которым это было поручено;<br /><b class="num">5)</b> [[быть]] (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным (τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.): τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну; τῇ φιλοινίῃ π. Her. быть приверженным пьянству; (ὁ [[λόγος]]), τῷ [[μάλιστα]] λεγομένῳ αὐτὸς [[πρόσκειμαι]] Her. рассказ, которому я сам больше всего доверяю; ταῖς ναυσὶ π. Thuc. деятельно заниматься мореходством; π. κυνηγίᾳ Plut. предаваться охоте; Κύρῳ προσεκέετο ὁ [[Ἃρπαγος]] δῶρα πέμπων Her. Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки;<br /><b class="num">6)</b> [[присоединяться]], [[прибавляться]] (ἀφῃρῆσθαι καὶ π. τινι Arst.): ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Soph. (к награде) прибавится благодарность; [[ἄλγος]] ἄλγει [[προσκείμενον]] Eur. (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби; [[προσκείμενον]] [[κέρδος]] πρὸς ἔργῳ Eur. следующая за трудом награда.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 29:
|lsmtext='''πρόσκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i> (για Ιων. τύπους, βλ. [[κεῖμαι]]), χρησιμ. ως Παθ. του [[προστίθημι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] σε ή [[πλησίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε ή δίπλα, [[οὔατα]] προσέκειτο, υπήρχαν λαβές πάνω του, σε Ομήρ Ιλ.· <i>τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι</i>, βρίσκομαι κοντά στην πόρτα, σε Αριστοφ.· <i>δοκοὶτῷ τείχει προσκείμεναι</i>, που βρίσκονται κοντά στο [[τείχος]], σε Θουκ.· ὁπροσκείμενος [[ἵππος]], αυτός που κλίνει προς τα μέσα (όταν ο [[αρματηλάτης]] στρίβει στη [[γωνία]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι δίπλα, είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, αφοσιώνομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[γυναίκα]], δίνομαι ως [[σύζυγος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, είμαι συνδεδεμένος ή αναμεμιγμένος με το καλό ή το [[κακό]], με [[ευτυχία]] ή [[δυστυχία]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος, σε, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[πρόσκειμαι]] τῷ λεγομένῳ, [[δίνω]] [[πίστη]] σε όσα έχουν ειπωθεί, τα [[πιστεύω]], στον Ηρόδ.· [[πρόσκειμαι]] οἴνῳ, είμαι εθισμένος στο [[κρασί]], στον ίδ.· <i>ἄγραις</i>, στο [[κυνήγι]], σε Σοφ. κ.λπ. <b>3. α)</b> [[πιέζω]], [[επιμένω]], [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προσκείμενος</i>, με ζήλο, σε Θουκ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[πιέζω]] [[στενά]] ή σκληρά, [[καταδιώκω]] [[στενά]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· απόλ., [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], σε Αριστοφ.· <i>τὸ προσκείμενον</i>, ο [[εχθρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[πράγμα]] ως [[υποκείμενο]], [[ακολουθώ]], [[ανήκω]], τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέεται, στον ίδ.· πρόσκειμαί τινι [[δοῦλος]], σε Ευρ.· μου επιρρίπτεται η [[ευθύνη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστίθεμαι]] ή προσκολλώμαι, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόσκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i> (για Ιων. τύπους, βλ. [[κεῖμαι]]), χρησιμ. ως Παθ. του [[προστίθημι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] σε ή [[πλησίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε ή δίπλα, [[οὔατα]] προσέκειτο, υπήρχαν λαβές πάνω του, σε Ομήρ Ιλ.· <i>τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι</i>, βρίσκομαι κοντά στην πόρτα, σε Αριστοφ.· <i>δοκοὶτῷ τείχει προσκείμεναι</i>, που βρίσκονται κοντά στο [[τείχος]], σε Θουκ.· ὁπροσκείμενος [[ἵππος]], αυτός που κλίνει προς τα μέσα (όταν ο [[αρματηλάτης]] στρίβει στη [[γωνία]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι δίπλα, είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, αφοσιώνομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[γυναίκα]], δίνομαι ως [[σύζυγος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, είμαι συνδεδεμένος ή αναμεμιγμένος με το καλό ή το [[κακό]], με [[ευτυχία]] ή [[δυστυχία]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος, σε, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[πρόσκειμαι]] τῷ λεγομένῳ, [[δίνω]] [[πίστη]] σε όσα έχουν ειπωθεί, τα [[πιστεύω]], στον Ηρόδ.· [[πρόσκειμαι]] οἴνῳ, είμαι εθισμένος στο [[κρασί]], στον ίδ.· <i>ἄγραις</i>, στο [[κυνήγι]], σε Σοφ. κ.λπ. <b>3. α)</b> [[πιέζω]], [[επιμένω]], [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προσκείμενος</i>, με ζήλο, σε Θουκ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[πιέζω]] [[στενά]] ή σκληρά, [[καταδιώκω]] [[στενά]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· απόλ., [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], σε Αριστοφ.· <i>τὸ προσκείμενον</i>, ο [[εχθρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[πράγμα]] ως [[υποκείμενο]], [[ακολουθώ]], [[ανήκω]], τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέεται, στον ίδ.· πρόσκειμαί τινι [[δοῦλος]], σε Ευρ.· μου επιρρίπτεται η [[ευθύνη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστίθεμαι]] ή προσκολλώμαι, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσκειμαι:''' ион. тж. [[προσκέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[находиться]] (при или на чем-л.), прилегать, примыкать: [[οὔατα]] δ᾽ [[οὔπω]] προσέκειτο Hom. ручки еще не были приделаны (к треножникам); αἱ δοκοὶ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. сложенные у стены балки; τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. прилегать к мысу; προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. понятие красоты тесно связано с понятием блага; δεξιὸν ἀνεὶς ἵππον, εἶργε τὸν [[προσκείμενον]] Soph. отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба); π. χρηστῷ Soph. наслаждаться благополучием; π. κακῷ Soph. попасть в беду;<br /><b class="num">2)</b> [[налегать]], [[напирать]]: τῇ θύρᾳ π. Arph. наваливаться на дверь; π. πύλαις Eur. штурмовать ворота; προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. так как враги напирали; προσκείμενος ἐδίδασκε τὴν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию; ἀνάγκης προσκειμένης Plat. под давлением необходимости; οἵ μ᾽ ἀεὶ προσκείμενοι Eur. (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне;<br /><b class="num">3)</b> [[быть свойственным]], [[присущим]], [[быть уделом]] (προσκειμένη [[ζημία]] τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἡ [[τέχνη]] [[μαντική]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[быть возложенным]], [[порученным]]: τοῖσι προσεκέετο Her. (те), которым это было поручено;<br /><b class="num">5)</b> [[быть]] (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным (τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.): τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну; τῇ φιλοινίῃ π. Her. быть приверженным пьянству; (ὁ [[λόγος]]), τῷ [[μάλιστα]] λεγομένῳ αὐτὸς [[πρόσκειμαι]] Her. рассказ, которому я сам больше всего доверяю; ταῖς ναυσὶ π. Thuc. деятельно заниматься мореходством; π. κυνηγίᾳ Plut. предаваться охоте; Κύρῳ προσεκέετο ὁ [[Ἃρπαγος]] δῶρα πέμπων Her. Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки;<br /><b class="num">6)</b> [[присоединяться]], [[прибавляться]] (ἀφῃρῆσθαι καὶ π. τινι Arst.): ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Soph. (к награде) прибавится благодарность; [[ἄλγος]] ἄλγει [[προσκείμενον]] Eur. (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби; [[προσκείμενον]] [[κέρδος]] πρὸς ἔργῳ Eur. следующая за трудом награда.
|lstext='''πρόσκειμαι''': (περὶ τῶν Ἰωνικῶν τύπων, ἴδε ἐν λ. [[κεῖμαι]]), κεῖται ὡς παθ. τοῦ [[προστίθημι]]. τίθεμαι ἢ εἶμαι τεθειμένος ἐπὶ τινος ἢ πλησίον, οὔατα προσέκειτο, ὑπῆρχον λαβαὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Σ. 379· τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι, κεῖσθαι πλησίον τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Σφ. 142, πρβλ. Εὐρ: Φοίν. 739· δοκοὶ τῷ τείχει… προσκείμεναι, κείμεναι πλησίον τοῦ τείχους, Θουκ. 4. 112· πρ. ὁ καλὸς τῷ ἀγαθῷ Ξεν. Οἰκ. 6, 15· ἐπὶ τόπων, [[ὑπάρχω]], [[κεῖμαι]] πλησίον, εἶμαι γειτονικός, συνορεύω, τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Πολύβ. 3. 24, 2, κτλ.· ― ὁ προσκείμενος [[ἵππος]], ὁ πρὸς τὰ ἔσω ([[ὅταν]] ὁ [[ἁρματηλάτης]] περικάμπτῃ γωνίαν), Σοφ. Ἠλ. 722. 2) ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1223· [[μάλιστα]] ἐπὶ γυναικός, δίδομαι ὡς [[σύζυγος]], τινι Ἡρόδ. 1. 196· ἴδε [[προστίθημι]] Ι. 2. ΙΙ. [[καθόλου]], συμπεριλαμβάνομαι ἔν τινι, εἶμαι συνδεδεμένος μετὰ τινος, εἴ τῷ [[πρόσκειμαι]] χρηστῷ Σοφ. Ἠλ. 240· ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ [[αὐτόθι]] 1040· κακοῖς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη Εὐρ. Ἀποσπ. 422 (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κακὸν πρόσκειταί τινι, ἴδε κατωτ. ΙΗ.) 2) εἶμαι προσκεκολλημένος ἢ ἀφωσιωμένος ἔις τινα, τινι Ἡρόδ. 6. 61· τῷ δήμῳ, τῷ ὄχλῳ Θουκ. 6. 89, κτλ.· ἀπολ. θεραπεύων πρ. ὁ αὐτ. 8. 52· ― [[ὡσαύτως]], ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν λατρείαν θεοῦ τινος, τῷ Διονύσῳ, τῷ θεῷ Διον. Κ. 51. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 20· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, πρ. τῷ λεγομένῳ, δίδω πίστιν εἰς τὸ λεγόμενον, Ἡρόδ. 4. 11· πρ. οἴνῳ, τῇ φιλοινίη, εἶμαι δεδομένος, [[ἔκδοτος]] εἰς τὸν [[οἶνον]], [[αὐτόθι]] 133., 3. 34· ἄγραις ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν θήραν, ἀσχολοῦμαι εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 406· ταῖς ναυσὶ Θουκ. 1. 93, πρβλ. 8. 89· τῇ του ὄντος ἰδέᾳ Πλάτ. Σοφιστ. 254Α· τῇ του Ὁμήρου ποιήσει Παυσ. 2. 21, 10· τοῖς Δημοσθένους λόγοις Ἀριστείδ. 2. 315· θειασμῷ Πλουτ. Νικ. 4. 3) [[ἐπιμένω]], παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], ὡς τὸ [[ἔγκειμαι]], τῷ Κύρῳ δῶρα πρ. πέμπων Ἡρόδ. 1. 123· πρ. αὐτῷ ἀξιοῦντες…, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 7· ἀπολ., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι, μετὰ θερμῶν παρακλήσεων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· προσκείμενος ἐδίδασκε, μετὰ ζήλου, Θουκ. 7. 18· δεόμενοι προσέκειντο Πλουτ. Περικλ. 33. β) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, [[πιέζω]], στενοχωρῶ, [[διώκω]] κατὰ πόδας, τινι Ἡρόδ. 9. 57, πρβλ. 40, 60, Θουκ. 4. 33, κτλ.· ἀπολ., ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, κτλ.· τὸ γὰρ προσκείμενον ἔβλαπτεν αὐτοὺς Ἡρόδ. 9. 61· κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον Εὐρ. Ι. Τ. 316, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 210Ε· ― μεταφ., ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει Σοφ. Ἀντ. 94· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ., οἵ μ’ ἀεὶ προσκείμενοι Εὐρ. Ι. Α. 814. ΙΙΙ. μετὰ πραγματικοῦ ὑποκειμένου, τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται Ἡρόδ., 1. 118, πρβλ. 2. 83, κτλ.· πρ. τινι [[δοῦλος]] Εὐρ. Τρῳ. 185· ― ἀπόκειται εἴς τινα ὡς [[ἔργον]] [[αὐτοῦ]], τούτοισι προσκέεται… ἀποδεικνύναι Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. 1. 119· ἐμοὶ τοῦτο πρ., μηδένα πελάζειν δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 433· ἐπὶ ποινῶν, Ξεν. Πόροι 4, 21. 2) προστίθεμαι εἴς τι, βραχεῖ λόγῳ... πολλὰ πρόσκειται σοφὰ Σοφ. Ἀποσπ. 89· τὴν ἀβουλίαν, ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1243· [[ἄλγος]] ἄλγει πρ. Εὐρ. Ἄλπ. 1039· ἐπὶ τοῖς [[πάλαι]] κακοῖς πρ. [[πῆμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 483· [[κέρδος]] πρὸς ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 162· πρ. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ [[ὥσπερ]] ἵππῳ Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· [[ταῦτα]] προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 210 (196)· ― ἀπολ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Σοφ. Ο. Τ. 232· ἀντίθετον τῷ ἀφαιρεῖσθαι, Πλάτ. Κρατ. 393D. 3) ἐπὶ ἀριθμητικῆς σημασίας, ἀντίθ. τῷ ἀφηρῆσθαι, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 12., 5. 11, 4, κ. ἀλλ. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, προστίθεμαι ὡς [[γνώρισμα]] ὁρίζον γενικὴν ἔννοιαν (ἴδε [[πρόσθεσις]] ΙΙΙ. 3), περὶ Ἑρμ. 11, 8, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 8, 2, ἀλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσ-κειμαι, met dat. liggen bij, zich bevinden bij:; ἐχθρὰ τῷ θανόντι προσκείσῃ jij zult als een vijand bij de dode rusten Soph. Ant. 94; λόχων ἄνακτας ἑπτὰ προσκεῖσθαι πύλαις dat zeven afdelingsaanvoerders bij de poorten gelegerd zijn Eur. Phoen. 739; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο blijf bij de deur Aristoph. Ve. 142; ἄλγος ἄλγει τοῦτ’ ἂν ἦν προσκείμενον dat zou een opeenstapeling van de ene ellende op de andere zijn Eur. Alc. 1039; overdr. betrokken zijn bij:; ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ bij welk onheil jij betrokken bent Soph. El. 1040; εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ als ik mij in een gunstige situatie bevind Soph. El. 240; onpers. overdr. πρόσκειται met dat. v. pers. het is de taak van:. τοῖσι προσεκέετο aan wie het was opgedragen Hdt. 1.119.5; ἐμοὶ... τοῦτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν dat is mijn taak, ervoor te zorgen dat niemand in de buurt komt Eur. Hel. 443. iem. of iets toegenegen zijn, gehecht zijn (aan):. τῷ προσεκέετο... μάλιστα ὁ Ἀρίστων met wie Ariston een zeer hechte band had Hdt. 6.61.2; οἴνῳ δὲ κάρτα προσκέαται ze zijn zeer gesteld op wijn Hdt. 1.133.3; ἔστι... καὶ ἄλλος λόγος..., τῷ... αὐτὸς πρόσκειμαι er is nog een andere versie waartoe ik zelf overhel Hdt. 4.11.1; ἦν γὰρ... ἄγαν θειασμῷ... προσκείμενος hij hechtte zeer aan goddelijke waarschuwingen Thuc. 7.50.4; ταῖς γὰρ ναυσὶ μάλιστα προσέκειτο de vloot was zijn belangrijkste zorg Thuc. 1.93.7; τῷ δήμῳ προσεκείμην μᾶλλον ik was de zaak van het volk meer toegedaan Thuc. 6.89.3; τῇ τοῦ ὄντος ἀεί... προσκείμενος ἰδέᾳ zich steeds wijdend aan de idee van het Ζijn Plat. Sph. 254a. als perf. pass. bij προστίθημι toegevoegd zijn (aan):; οὔατα δ’ οὔ πω προσέκειτο er zaten nog geen handvaten aan Il. 18.379; προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ door de godheid aan de stad toegevoegd Plat. Ap. 30e; toegewezen zijn:; τῷ πρόσκειμαι δούλα; aan wie ben ik als slavin toegewezen? Eur. Tr. 185; wisk.. προσκείσθω τῇ ΓΓ τὸ ἐφ’ ᾧ ΓΔ laat aan het lijnstuk CC het segment CD toegevoegd zijn Aristot. EN 1132b7. druk uitoefenen (op), onder druk zetten:; Κύρῳ... προσεκέετο ὁ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων Harpagos trachtte door het sturen van geschenken Cyrus voor zich te winnen Hdt. 1.123.1; προσέκειντο αὐτῷ zij oefenden druk op hem uit Xen. Hell. 3.4.7; milit. aanvallen, in het nauw brengen:. καὶ ἅμα καταλαβόντες προσεκέατό σφι en meteen toen ze hen bereikten vielen ze aan Hdt. 9.57.3; τὸ προσκείμενον het deel ( v. h. leger) dat hen op de huid zat Hdt. 9.61.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -κείσομαι [on the ionic forms v. [[κεῖμαι]] [serving as Pass. to [[προστίθημι]]<br /><b class="num">I.</b> to be placed or laid by or [[upon]], to lie by or [[upon]], [[οὔατα]] προσέκειτο handles were [[upon]] it, Il.; τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι to [[keep]] [[close]] to the [[door]], Ar.; δοκοὶ τῷ τείχει προσκείμεναι [[lying]] near the [[wall]], Thuc.:— ὁ προσκείμενος [[ἵππος]] the [[inside]] [[horse]] ([[turning]] a [[corner]]), Soph.<br /><b class="num">2.</b> to lie [[beside]], cling to, Soph.: of a [[woman]], to be given to [[wife]], τινί Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to be [[involved]] in or [[bound]] up with [[good]] or [[evil]], c. dat., Soph.<br /><b class="num">2.</b> to be [[attached]] or [[devoted]] to, τινί Hdt., Thuc., etc.; πρ. τῷ λεγομένῳ to put [[faith]] in a [[story]], Hdt.; πρ. οἴνῳ to be addicted to [[wine]], Hdt.; ἄγραις [[hunting]], Soph., etc.<br /><b class="num">3.</b> to [[press]] [[upon]], be [[urgent]] with a [[person]], c. dat., Hdt., Xen.; προσκείμενος with [[zeal]], Thuc.<br />b. in [[military]] [[sense]], to [[press]] [[close]] or [[hard]], [[pursue]] [[closely]], τινί Thuc.; absol. to [[follow]] [[close]], Ar.; τὸ προσκείμενον the [[enemy]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> with a [[thing]] for the [[subject]], to [[fall]] to, belong to, τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέαται Hdt.; πρ. τινι [[δοῦλος]] Eur.:— to be laid [[upon]] as a [[charge]], to do [[something]], c. inf., Hdt., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to be added or [[attached]] to, Soph., Eur.:—absol., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Soph.
|mdlsjtxt=fut. -κείσομαι [on the ionic forms v. [[κεῖμαι]] [serving as Pass. to [[προστίθημι]]<br /><b class="num">I.</b> to be placed or laid by or [[upon]], to lie by or [[upon]], [[οὔατα]] προσέκειτο handles were [[upon]] it, Il.; τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι to [[keep]] [[close]] to the [[door]], Ar.; δοκοὶ τῷ τείχει προσκείμεναι [[lying]] near the [[wall]], Thuc.:— ὁ προσκείμενος [[ἵππος]] the [[inside]] [[horse]] ([[turning]] a [[corner]]), Soph.<br /><b class="num">2.</b> to lie [[beside]], cling to, Soph.: of a [[woman]], to be given to [[wife]], τινί Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to be [[involved]] in or [[bound]] up with [[good]] or [[evil]], c. dat., Soph.<br /><b class="num">2.</b> to be [[attached]] or [[devoted]] to, τινί Hdt., Thuc., etc.; πρ. τῷ λεγομένῳ to put [[faith]] in a [[story]], Hdt.; πρ. οἴνῳ to be addicted to [[wine]], Hdt.; ἄγραις [[hunting]], Soph., etc.<br /><b class="num">3.</b> to [[press]] [[upon]], be [[urgent]] with a [[person]], c. dat., Hdt., Xen.; προσκείμενος with [[zeal]], Thuc.<br />b. in [[military]] [[sense]], to [[press]] [[close]] or [[hard]], [[pursue]] [[closely]], τινί Thuc.; absol. to [[follow]] [[close]], Ar.; τὸ προσκείμενον the [[enemy]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> with a [[thing]] for the [[subject]], to [[fall]] to, belong to, τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέαται Hdt.; πρ. τινι [[δοῦλος]] Eur.:— to be laid [[upon]] as a [[charge]], to do [[something]], c. inf., Hdt., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to be added or [[attached]] to, Soph., Eur.:—absol., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Soph.
}}
}}