Anonymous

πορθέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> saccager, piller, dévaster ; <i>en parl. de pers.</i> outrager, maltraiter, ruiner;<br /><b>2</b> assiéger.<br />'''Étymologie:''' [[πέρθω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> saccager, piller, dévaster ; <i>en parl. de pers.</i> outrager, maltraiter, ruiner;<br /><b>2</b> assiéger.<br />'''Étymologie:''' [[πέρθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πορθέω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[πέρθω]] (ἐν μείζονι χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις) [[καταστρέφω]], ἐξολοθρεύω, [[ἀφανίζω]], λαφυραγωγῶ, πόλιας καὶ τείχεα Ἰλ. Δ. 308 ἀνδρῶν ἀγροὺς Ὀδ. Ξ. 264· τοὺς χώρους Ἡρόδ. 3. 58· πόλιν... καὶ θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 582· συχν. παρὰ τοῖς Τραγ.· τὴν Σελλασίαν κάειν καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 27· τὴν ἤπειρον Θουκ. 8. 57· π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ἀθήν. 523Α. ― Παθ., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Ἡρόδ. 84 ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Ἰσοκρ. 217D· τἀργύρια πορθεῖται, λῃστεύονται, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 19. 2) κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[ἐνίοτε]], προσπαθῶ νὰ καταστρέψω, πολιορκῶ πόλιν τινά, Ἡρόδ. 1. 162, κτλ., πρβλ. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 12, Διόδ. 12. 34., 15. 4. 3) [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], συλῶ, ἀπογυμνῶ, θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 583· φίλους Εὐρ. Ἀποσπ. 608· ― ἀπολ., [[ἐπιφέρω]] ὄλεθρον, φθοράν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 634· ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ παθ., αὐτοὶ ὑφ’ αὐτῶν... πορθούμεθα Αἰσχύλ. Θήβ. 194· κατ’ ἄκρας ὡς πορθούμεθα! ὁ αὐτ. ἐν Χο. 691· ― ἐπὶ γυναικῶν, κόραι βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι Εὐρ. Φοίν. 565, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 340Α· πορθούμενος σκόροδα, κωμικὴ [[φράσις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 164.
|elnltext=πορθέω [~ πέρθω] Ion. imperf. med. 3 sing. ἐπορθέετο met acc. v. zaak verwoesten, plunderen; praes. en imperf. soms ook conatief belegeren:. χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε door wallen op te werpen tegen de muren belegerde hij het Hdt. 1.162.2. met acc. v. pers. vernietigen:; θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς πορθεῖν de goden van onze stam vernietigen Aeschl. Sept. 583; spec. pass. verkracht worden:. ὄψει... κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας je zult zien dat jonge vrouwen door de vijand met geweld worden verkracht Eur. Phoen. 565.
}}
{{elru
|elrutext='''πορθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать]], [[разорять]] (πόλιας καὶ τείχεα Hom.; πόλιν καὶ θεούς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[опустошать]] (τοὺς χώρους Her.; τὰ πεδία Soph.; τὴν ἤπειρον Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[уничтожать]], [[истреблять]] (θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[осаждать]], [[брать приступом]] (sc. τὰς πόλιας Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[осквернять]], [[насиловать]] (κόραι βίᾳ πορθούμεναι Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ισοδύν. [[τύπος]] του [[πέρθω]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]], [[λεηλατώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> σε ενεστ. και παρατ., [[προσπαθώ]] να καταστρέψω, [[πολιορκώ]] μια πόλη, σε Ηρόδ.· [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]], [[ερειπώνω]], σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''πορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ισοδύν. [[τύπος]] του [[πέρθω]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]], [[λεηλατώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> σε ενεστ. και παρατ., [[προσπαθώ]] να καταστρέψω, [[πολιορκώ]] μια πόλη, σε Ηρόδ.· [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]], [[ερειπώνω]], σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πορθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать]], [[разорять]] (πόλιας καὶ τείχεα Hom.; πόλιν καὶ θεούς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[опустошать]] (τοὺς χώρους Her.; τὰ πεδία Soph.; τὴν ἤπειρον Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[уничтожать]], [[истреблять]] (θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[осаждать]], [[брать приступом]] (sc. τὰς πόλιας Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[осквернять]], [[насиловать]] (κόραι βίᾳ πορθούμεναι Eur.).
|lstext='''πορθέω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[πέρθω]] (ἐν μείζονι χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις) [[καταστρέφω]], ἐξολοθρεύω, [[ἀφανίζω]], λαφυραγωγῶ, πόλιας καὶ τείχεα Ἰλ. Δ. 308 ἀνδρῶν ἀγροὺς Ὀδ. Ξ. 264· τοὺς χώρους Ἡρόδ. 3. 58· πόλιν... καὶ θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 582· συχν. παρὰ τοῖς Τραγ.· τὴν Σελλασίαν κάειν καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 27· τὴν ἤπειρον Θουκ. 8. 57· π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ἀθήν. 523Α. ― Παθ., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Ἡρόδ. 84 ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Ἰσοκρ. 217D· τἀργύρια πορθεῖται, λῃστεύονται, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 19. 2) κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[ἐνίοτε]], προσπαθῶ νὰ καταστρέψω, πολιορκῶ πόλιν τινά, Ἡρόδ. 1. 162, κτλ., πρβλ. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 12, Διόδ. 12. 34., 15. 4. 3) [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], συλῶ, ἀπογυμνῶ, θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 583· φίλους Εὐρ. Ἀποσπ. 608· ― ἀπολ., [[ἐπιφέρω]] ὄλεθρον, φθοράν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 634· ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ παθ., αὐτοὶ ὑφ’ αὐτῶν... πορθούμεθα Αἰσχύλ. Θήβ. 194· κατ’ ἄκρας ὡς πορθούμεθα! ὁ αὐτ. ἐν Χο. 691· ― ἐπὶ γυναικῶν, κόραι βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι Εὐρ. Φοίν. 565, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 340Α· πορθούμενος σκόροδα, κωμικὴ [[φράσις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 164.
}}
{{elnl
|elnltext=πορθέω [~ πέρθω] Ion. imperf. med. 3 sing. ἐπορθέετο met acc. v. zaak verwoesten, plunderen; praes. en imperf. soms ook conatief belegeren:. χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε door wallen op te werpen tegen de muren belegerde hij het Hdt. 1.162.2. met acc. v. pers. vernietigen:; θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς πορθεῖν de goden van onze stam vernietigen Aeschl. Sept. 583; spec. pass. verkracht worden:. ὄψει... κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας je zult zien dat jonge vrouwen door de vijand met geweld worden verkracht Eur. Phoen. 565.
}}
}}
{{etym
{{etym