Anonymous

πωλέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> πολήσομαι, <i>ao. et pf. inus.</i><br />aller et venir ; venir souvent, fréquenter : [[εἰς]] ἀγορήν, [[ἐς]] πόλεμον IL aller à l'assemblée, au combat (<i>cf. lat.</i> versari).<br />'''Étymologie:''' v. [[πωλέω]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> πολήσομαι, <i>ao. et pf. inus.</i><br />aller et venir ; venir souvent, fréquenter : [[εἰς]] ἀγορήν, [[ἐς]] πόλεμον IL aller à l'assemblée, au combat (<i>cf. lat.</i> versari).<br />'''Étymologie:''' v. [[πωλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πωλέομαι''': Ἰωνικ. πωλεῦμαι, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ μετοχῇ, πωλεύμενος (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλου Πρ. 645), καὶ παρατ. πωλεύμην Ὀδ. Χ. 352· πωλέο Ὀδ. Δ. 811· πωλεῖτο Ι. 189· [[ὡσαύτως]] Ἰωνικ. παρατατ. πωλέσκετο Ἰλ. Α. 490. Ὀδ. Λ. 240· - μέλλ. πωλήσομαι Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 329, Ἐπικ. β´ ἑνικ. πωλήσεαι Ἰλ. Ε. 350. (Ρῆμα Ἐπικόν, [[κυρίως]] θαμιστικὸν τοῦ πολέομαι, ὡς τὸ [[πωτάομαι]] τοῦ [[πέτομαι]], τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], κτλ., πρβλ. [[πωλέω]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 584), περιφέρομαι, [[διατρίβω]] [[περί]] τι, Λατ. versari in loco, [[ὅθεν]], [[συχνάκις]] ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνομαι, φοιτῶ που [[πολλάκις]], [[συχνάζω]], [[οὔτε]] ποτ’ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο…, [[οὔτε]] ποτ’ ἐς πόλεμον Ἰλ. Α. 490, πρβλ. Ε. 350, 788· εἰς ἡμέτερον ([[δῶμα]]) πωλεύμενοι ἥματα πάντα Ὀδ. Β. 55, πρβλ. Ρ. 534., Χ. 352· πωλεῖταί τις [[δεῦρο]] Δ. 384· [[ἐνθάδε]] Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 170· [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 80· μετ’ ἄλλους Ὀδ. Ι. 189· οὕτω, π. μετά τισι Ἐμπεδ. 401· περὶ πόλιν πωλεύμενος Ἀρχίλ. 43 μετὰ γεν., [[ἀγγελίης]] πωλεῖται ἐπὶ νῶτα θαλάσσης, πορεύεται ὡς [[ἄγγελος]] ἢ [[χάριν]] ἀγγελίας, Ἡσ. Θεογ. 781. ΙΙ. [[ὁδεύω]] ὁδόν τινα ἢ ἄγω βίον, [[μάλιστα]] ἐπὶ πόρνης, κύβδ’ ἔην πωλευμένη Ἀρχίλ. 32 [5] (κατὰ τὸν Toup.), [[ἔνθα]] νῦν: [[κύβδα]] δ’ ἦν πονευμένη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεῖται· συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται, τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς πωλεῖσθαι περνᾶσθαι λέγουσι».
|elnltext=πωλέομαι [πέλομαι] poët. Ion. praes. πωλεῦμαι, ep. 2 sing. πωλέαι, ptc. πωλεύμενος; ep. imperf. πωλεύμην, 3 sing. πωλεῖτο, iter. πωλέσκετο; fut. 2 sing. πωλήσεαι, Aeol. 3 plur. πώλενται, geregeld komen, geregeld gaan:. εἰς ἀγορήν π. naar de vergadering gaan Il. 1.490; μετ’ ἄλλους π. in de nabijheid van anderen komen Od. 9.189; εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα alle dagen naar ons paleis komend Od. 2.55; ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμούς nachtelijke visioenen die mijn meisjeskamer bezoeken Aeschl. PV 645.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλέομαι:'''<br /><b class="num">I</b> (ион. part. praes. πωλεύμενος, ион. impf. [[πωλεύμην]]) хаживать, приходить, посещать, бывать ([[οὔτε]] ποτ᾽ εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]] [[οὔτε]] ποτ᾽ ἐς πόλεμον Hom.): π. [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] HH расхаживать туда и сюда; π. μετ᾽ ἄλλους Hom. общаться с другими.<br /><b class="num">II</b> med.-pass. к [[πωλέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πωλέομαι:''' Ιων. [[πωλεῦμαι]]· Επικ., παρατ. [[πωλεύμην]], βʹ ενικ. <i>πωλέο</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[πωλέσκετο]]· μέλ. <i>πωλήσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>πωλήσεαι</i>· θαμιστικό του <i>πολέομαι</i>· [[πηγαίνω]] πέρα-[[δώθε]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], [[συχνάζω]], Λατ. versari in [[loco]]· απ' όπου, [[πηγαινοέρχομαι]], [[τριγυρίζω]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]], εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰς ἡμέτερον</i> ([[δῶμα]]) <i>πωλεύμενοι</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πωλέομαι:''' Ιων. [[πωλεῦμαι]]· Επικ., παρατ. [[πωλεύμην]], βʹ ενικ. <i>πωλέο</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[πωλέσκετο]]· μέλ. <i>πωλήσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>πωλήσεαι</i>· θαμιστικό του <i>πολέομαι</i>· [[πηγαίνω]] πέρα-[[δώθε]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], [[συχνάζω]], Λατ. versari in [[loco]]· απ' όπου, [[πηγαινοέρχομαι]], [[τριγυρίζω]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]], εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰς ἡμέτερον</i> ([[δῶμα]]) <i>πωλεύμενοι</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πωλέομαι:'''<br /><b class="num">I</b> (ион. part. praes. πωλεύμενος, ион. impf. [[πωλεύμην]]) хаживать, приходить, посещать, бывать ([[οὔτε]] ποτ᾽ εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]] [[οὔτε]] ποτ᾽ ἐς πόλεμον Hom.): π. [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] HH расхаживать туда и сюда; π. μετ᾽ ἄλλους Hom. общаться с другими.<br /><b class="num">II</b> med.-pass. к [[πωλέω]].
|lstext='''πωλέομαι''': Ἰωνικ. πωλεῦμαι, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ μετοχῇ, πωλεύμενος (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλου Πρ. 645), καὶ παρατ. πωλεύμην Ὀδ. Χ. 352· πωλέο Ὀδ. Δ. 811· πωλεῖτο Ι. 189· [[ὡσαύτως]] Ἰωνικ. παρατατ. πωλέσκετο Ἰλ. Α. 490. Ὀδ. Λ. 240· - μέλλ. πωλήσομαι Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 329, Ἐπικ. β´ ἑνικ. πωλήσεαι Ἰλ. Ε. 350. (Ρῆμα Ἐπικόν, [[κυρίως]] θαμιστικὸν τοῦ πολέομαι, ὡς τὸ [[πωτάομαι]] τοῦ [[πέτομαι]], τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], κτλ., πρβλ. [[πωλέω]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 584), περιφέρομαι, [[διατρίβω]] [[περί]] τι, Λατ. versari in loco, [[ὅθεν]], [[συχνάκις]] ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνομαι, φοιτῶ που [[πολλάκις]], [[συχνάζω]], [[οὔτε]] ποτ’ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο…, [[οὔτε]] ποτ’ ἐς πόλεμον Ἰλ. Α. 490, πρβλ. Ε. 350, 788· εἰς ἡμέτερον ([[δῶμα]]) πωλεύμενοι ἥματα πάντα Ὀδ. Β. 55, πρβλ. Ρ. 534., Χ. 352· πωλεῖταί τις [[δεῦρο]] Δ. 384· [[ἐνθάδε]] Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 170· [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 80· μετ’ ἄλλους Ὀδ. Ι. 189· οὕτω, π. μετά τισι Ἐμπεδ. 401· περὶ πόλιν πωλεύμενος Ἀρχίλ. 43 μετὰ γεν., [[ἀγγελίης]] πωλεῖται ἐπὶ νῶτα θαλάσσης, πορεύεται ὡς [[ἄγγελος]] ἢ [[χάριν]] ἀγγελίας, Ἡσ. Θεογ. 781. ΙΙ. [[ὁδεύω]] ὁδόν τινα ἢ ἄγω βίον, [[μάλιστα]] ἐπὶ πόρνης, κύβδ’ ἔην πωλευμένη Ἀρχίλ. 32 [5] (κατὰ τὸν Toup.), [[ἔνθα]] νῦν: [[κύβδα]] δ’ ἦν πονευμένη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεῖται· συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται, τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς πωλεῖσθαι περνᾶσθαι λέγουσι».
}}
{{elnl
|elnltext=πωλέομαι [πέλομαι] poët. Ion. praes. πωλεῦμαι, ep. 2 sing. πωλέαι, ptc. πωλεύμενος; ep. imperf. πωλεύμην, 3 sing. πωλεῖτο, iter. πωλέσκετο; fut. 2 sing. πωλήσεαι, Aeol. 3 plur. πώλενται, geregeld komen, geregeld gaan:. εἰς ἀγορήν π. naar de vergadering gaan Il. 1.490; μετ’ ἄλλους π. in de nabijheid van anderen komen Od. 9.189; εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα alle dagen naar ons paleis komend Od. 2.55; ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμούς nachtelijke visioenen die mijn meisjeskamer bezoeken Aeschl. PV 645.
}}
}}
{{etym
{{etym