Anonymous

πόκος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> toison non encore travaillée;<br /><b>2</b> flocon de laine.<br />'''Étymologie:''' [[πέκω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> toison non encore travaillée;<br /><b>2</b> flocon de laine.<br />'''Étymologie:''' [[πέκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πόκος''': , ([[πέκω]]) [[ἔριον]] προβάτου ἀκατέργαστον, [[ὄγκος]] μαλλίου, Ἰλ. Μ. 451, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 574· οἷν μελάγχιμον πόκῳ Εὐρ. Ἠλ. 513· πεκτεῖν... προβάτων π. ἠρινὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 714· [[πέντε]] πόκως ἔλαβ’ ἐχθὲς Θεόκρ. 15. 20· ― [[ὡσαύτως]] βόστρυχες μαλλίου, Σοφ. Τρ. 675· ἐρίων π. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 115· νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 13. ΙΙ. παροιμ., εἰς ὄνου πόκας, [[ἔνθα]] κείρονται οἱ ὄνοι, δηλ. [[οὐδαμοῦ]], «ἐπὶ τῶν ἀνηνύτων καὶ μὴ ὄντων λέγεται ἡ [[παροιμία]]» (Φώτ. ἐν λ. ὄνου πόκαι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 186· ὄνου πόκας ζητεῖς, ζητεῖς «τοῦ πουλιοῦ τὰ [[γάλα]]», Παροιμιογρ.· ― ἡ ὀνομαστικὴ ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] εὕρηται [[πόκες]] παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. πόκαι δὲ παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ.· ― [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι δὲν ὑπῆρχε θηλ. ἑνικ. ἐν χρήσει· ― ὁ Ἀρίσταρχ. (ἐν λ. ὄνου πόκαι παρὰ Φωτ.) φαίνεται ὅτι ἀνεγίνωσκεν Ὄνου πλοκὰς μὲ ὁμοίαν σημασίαν, ἴδε Meineke εἰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 80, καὶ πρβλ. [[ὄκνος]] ΙΙ.
|elnltext=πόκος -ου, ὁ [πέκω] Dor. acc. plur. -ως, wol, vacht.
}}
{{elru
|elrutext='''πόκος:''' ὁ (дор. acc. pl. πόκως)<br /><b class="num">1)</b> [[состриженная шерсть]], [[руно]] (προβάτων π. Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[клок шерсти]] (οἰὸς π. Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πόκος:''' ὁ ([[πέκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλλί]] στην ακατέργαστη [[μορφή]] του, [[προβιά]], [[τομάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[βόστρυχος]] ή [[τούφα]] μαλλιών, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, <i>εἰς ὄνου πόκας</i>, [[εκεί]] όπου κουρεύεται ο [[γάιδαρος]], δηλ. [[πουθενά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πόκος:''' ὁ ([[πέκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλλί]] στην ακατέργαστη [[μορφή]] του, [[προβιά]], [[τομάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[βόστρυχος]] ή [[τούφα]] μαλλιών, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, <i>εἰς ὄνου πόκας</i>, [[εκεί]] όπου κουρεύεται ο [[γάιδαρος]], δηλ. [[πουθενά]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πόκος:''' ὁ (дор. acc. pl. πόκως)<br /><b class="num">1)</b> [[состриженная шерсть]], [[руно]] (προβάτων π. Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[клок шерсти]] (οἰὸς π. Soph.).
|lstext='''πόκος''': , ([[πέκω]]) [[ἔριον]] προβάτου ἀκατέργαστον, [[ὄγκος]] μαλλίου, Ἰλ. Μ. 451, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 574· οἷν μελάγχιμον πόκῳ Εὐρ. Ἠλ. 513· πεκτεῖν... προβάτων π. ἠρινὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 714· [[πέντε]] πόκως ἔλαβ’ ἐχθὲς Θεόκρ. 15. 20· ― [[ὡσαύτως]] βόστρυχες μαλλίου, Σοφ. Τρ. 675· ἐρίων π. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 115· νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 13. ΙΙ. παροιμ., εἰς ὄνου πόκας, [[ἔνθα]] κείρονται οἱ ὄνοι, δηλ. [[οὐδαμοῦ]], «ἐπὶ τῶν ἀνηνύτων καὶ μὴ ὄντων λέγεται ἡ [[παροιμία]]» (Φώτ. ἐν λ. ὄνου πόκαι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 186· ὄνου πόκας ζητεῖς, ζητεῖς «τοῦ πουλιοῦ τὰ [[γάλα]]», Παροιμιογρ.· ― ἡ ὀνομαστικὴ ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] εὕρηται [[πόκες]] παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. πόκαι δὲ παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ.· ― [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι δὲν ὑπῆρχε θηλ. ἑνικ. ἐν χρήσει· ― ὁ Ἀρίσταρχ. (ἐν λ. ὄνου πόκαι παρὰ Φωτ.) φαίνεται ὅτι ἀνεγίνωσκεν Ὄνου πλοκὰς μὲ ὁμοίαν σημασίαν, ἴδε Meineke εἰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 80, καὶ πρβλ. [[ὄκνος]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=πόκος -ου, ὁ [πέκω] Dor. acc. plur. -ως, wol, vacht.
}}
}}
{{etym
{{etym