Anonymous

πτωκάς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui s'abat sur ; [[αἱ]] πτωκάδες oiseaux de proie <i>ou</i> Harpyies.<br />'''Étymologie:''' [[πίπτω]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui s'abat sur ; [[αἱ]] πτωκάδες oiseaux de proie <i>ou</i> Harpyies.<br />'''Étymologie:''' [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτωκάς''': -άδος, ἡ, ([[πτώξ]], [[πτώσσω]]), δειλή, πεφοβημένη, πτωκάσιν αἰθυίῃσι, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 8, 2· πτωκὰς [[κύπειρος]], συνεσταλμένη, «ζαρωμένη», «παρὰ Σιμμίᾳ πόα, διὰ τὸ χθαμαλὴ [[εἶναι]]» Ἡσύχ.· - ἐν Σοφ. Φιλ. 1093, τὸ πτωκάδες λαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὡς οὐσιαστ., σημαῖνον τὰς Ἁρπυίας, παρέχον συγχρόνως καί τινας [[ποικιλίας]] γραφῆς, [[οἷον]] πτωχάδες, πρωτάδες (ὁ Brunck προτείνει πλωάδες, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054), δρομάδες.
|elnltext=πτωκάς -άδος [πτώσσω] bang.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωκάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f пугливая, робкая (αἴθυιαι Hom.).<br />άδος птица, предполож. гарпия (αἰθέρος πτωκάδες Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πτωκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[πτώσσω]]), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· <i>πτωκάδες</i>, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά.
|lsmtext='''πτωκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[πτώσσω]]), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· <i>πτωκάδες</i>, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτωκάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f пугливая, робкая (αἴθυιαι Hom.).<br />άδος птица, предполож. гарпия (αἰθέρος πτωκάδες Soph.).
|lstext='''πτωκάς''': -άδος, ἡ, ([[πτώξ]], [[πτώσσω]]), δειλή, πεφοβημένη, πτωκάσιν αἰθυίῃσι, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 8, 2· πτωκὰς [[κύπειρος]], συνεσταλμένη, «ζαρωμένη», «παρὰ Σιμμίᾳ πόα, διὰ τὸ χθαμαλὴ [[εἶναι]]» Ἡσύχ.· - ἐν Σοφ. Φιλ. 1093, τὸ πτωκάδες λαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὡς οὐσιαστ., σημαῖνον τὰς Ἁρπυίας, παρέχον συγχρόνως καί τινας [[ποικιλίας]] γραφῆς, [[οἷον]] πτωχάδες, πρωτάδες (ὁ Brunck προτείνει πλωάδες, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054), δρομάδες.
}}
{{elnl
|elnltext=πτωκάς -άδος [πτώσσω] bang.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτώσσω]]<br />[[cowering]], [[timorous]], epic Hom.: πτωκάδες in Soph. [[seem]] to be [[timorous]] creatures, birds.
|mdlsjtxt=[[πτώσσω]]<br />[[cowering]], [[timorous]], epic Hom.: πτωκάδες in Soph. [[seem]] to be [[timorous]] creatures, birds.
}}
}}