Anonymous

πυρέσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> πυρέξω, <i>ao.</i> ἐπύρεξα, <i>pf.</i> πεπύρεχα, <i>pf. Pass.</i> πεπύρεγμαι;<br />avoir la fièvre.<br />'''Étymologie:''' [[πυρετός]].
|btext=<i>f.</i> πυρέξω, <i>ao.</i> ἐπύρεξα, <i>pf.</i> πεπύρεχα, <i>pf. Pass.</i> πεπύρεγμαι;<br />avoir la fièvre.<br />'''Étymologie:''' [[πυρετός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πυρέσσω''': Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ [[τύπος]] ἐπύρεσα [[αὐτόθι]] 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· ([[πυρετός]]). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43.
|elnltext=πυρέσσω Ion. voor πυρέττω.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρέσσω:''' атт. [[πυρέττω|πῠρέττω]] (pf. πεπύρεχα) быть в жару, лихорадить Eur., Arph., Aeschin., Arst. etc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πῠρέσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπύρεξα</i>, παρακ. <i>πεπύρεχα</i> ([[πυρετός]])· είμαι [[άρρωστος]] με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''πῠρέσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπύρεξα</i>, παρακ. <i>πεπύρεχα</i> ([[πυρετός]])· είμαι [[άρρωστος]] με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῠρέσσω:''' атт. [[πυρέττω|πῠρέττω]] (pf. πεπύρεχα) быть в жару, лихорадить Eur., Arph., Aeschin., Arst. etc.
|lstext='''πυρέσσω''': Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ [[τύπος]] ἐπύρεσα [[αὐτόθι]] 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· ([[πυρετός]]). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρέσσω Ion. voor πυρέττω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj