Anonymous

πῶμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>I.</b> couvercle :<br /><b>1</b> couvercle de vase <i>ou</i> de tonneau;<br /><b>2</b> couvercle de carquois;<br /><b>3</b> couvercle de coffre, de trappe;<br /><b>II.</b> pierre qui bouche l'entrée d'un antre.<br />'''Étymologie:''' R. Πω, couvrir.<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on boit, boisson, potion;<br /><b>2</b> eau potable.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]] pf. [[πέπωκα]], <i>lat.</i> potus, poculum, etc.
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>I.</b> couvercle :<br /><b>1</b> couvercle de vase <i>ou</i> de tonneau;<br /><b>2</b> couvercle de carquois;<br /><b>3</b> couvercle de coffre, de trappe;<br /><b>II.</b> pierre qui bouche l'entrée d'un antre.<br />'''Étymologie:''' R. Πω, couvrir.<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on boit, boisson, potion;<br /><b>2</b> eau potable.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]] pf. [[πέπωκα]], <i>lat.</i> potus, poculum, etc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῶμα''': τό, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ [[ἀρτηρία]] (ὁ [[λάρυγξ]]) [[οἷον]] π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ [[λίθος]] [[ὅστις]] ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ [[ἐτυμολογία]]).
|elnltext=πῶμα -ατος, τό deksel, afsluiting.<br />πῶμα -ατος, τό ook πόμα [πίνω] drank; spec. drinkwater:. ὕδωρ... Διρκαῖον, εὐτραφέστατον πωμάτων het water van de Dirce, de gezondste drank Aeschl. Sept. 308.
}}
{{elru
|elrutext='''πῶμα:''' ατος τό Trag., Plat. = [[πόμα]].<br />ατος τό крышка, клапан (φαρέτρης Hom.; [[πίθου]] Hes.; κιβωτοῦ Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πῶμα:''' -ατος, τό (√<i>ΠΟ</i> σε μερικούς χρόνους του [[πίνω]]), ποτό, [[ρόφημα]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[πῶμα]]:</b> -ατος, τό, [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''πῶμα:''' -ατος, τό (√<i>ΠΟ</i> σε μερικούς χρόνους του [[πίνω]]), ποτό, [[ρόφημα]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[πῶμα]]:</b> -ατος, τό, [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῶμα:''' ατος τό Trag., Plat. = [[πόμα]].<br />ατος τό крышка, клапан (φαρέτρης Hom.; [[πίθου]] Hes.; κιβωτοῦ Plut.).
|lstext='''πῶμα''': τό, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ [[ἀρτηρία]] (ὁ [[λάρυγξ]]) [[οἷον]] π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ [[λίθος]] [[ὅστις]] ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ [[ἐτυμολογία]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πῶμα -ατος, τό deksel, afsluiting.<br />πῶμα -ατος, τό ook πόμα [πίνω] drank; spec. drinkwater:. ὕδωρ... Διρκαῖον, εὐτραφέστατον πωμάτων het water van de Dirce, de gezondste drank Aeschl. Sept. 308.
}}
}}
{{etym
{{etym