Anonymous

προσεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> adresser une prière [[τῷ]] θεῷ <i>ou</i> τὸν θεόν à la divinité ; avec un inf. : demander aux dieux de ; <i>abs.</i> adorer, prier;<br /><b>2</b> demander par une prière, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εὔχομαι]].
|btext=<b>1</b> adresser une prière [[τῷ]] θεῷ <i>ou</i> τὸν θεόν à la divinité ; avec un inf. : demander aux dieux de ; <i>abs.</i> adorer, prier;<br /><b>2</b> demander par une prière, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εὔχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσεύχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, [[προσεύχομαι]] [[πρός]]…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., [[κάμνω]] προσευχήν, [[λατρεύω]], Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, [[ὑπὲρ]] τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.
|elnltext=προσ-εύχομαι bidden (tot), met dat.:; προσευξόμεσθα τοῖσι σοῖς ἀγάλμασιν wij zullen tot uw beeld onze gebeden richten Eur. Hipp. 116; bidden om; met acc..; προσεύχεσθαι νίκην πολέμου bidden om een overwinning in de oorlog Xen. Hell. 3.2.22; met ὅπως + conj..; προσηύξαντο... ὅπως λάβωσιν πνεῦμα ἅγιον zij baden om de heilige geest te ontvangen NT Act. Ap. 8.15; met dat. en inf..; προσευξάμενοι θεοῖς... εὐμενεῖς πέμπειν σφᾶς na gebeden te hebben tot de goden om hen welwillend te begeleiden Xen. Cyr. 2.1.1; met ἵνα μή + conj..; προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν... σαββάτῳ bidt dat uw vlucht niet op sabbat valt NT Mt. 24.20; met τοῦ μή en inf.. προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι hij bad dat het niet zou regenen NT Iac. 5.17.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεύχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. προσευχῇ π. NT) обращаться с молитвой, молить(ся) (τῷ θεῷ Aesch. и τὸν θεόν Arph.; προσευξάμενοι θεοῖς εὐμενεῖς πέμπειν [[σφᾶς]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[просить в молитвах]], [[выпрашивать]] (νίκην Xen.; μὴ [[εἰσελθεῖν]] εἰς πειρασμόν NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προσεύχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσφέρω]] ικεσίες ή τάματα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[προσεύχομαι]] τὸν θεόν, τον [[προσφωνώ]] σε [[προσευχή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[προσφέρω]] προσευχές, [[λατρεύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>προσεύχομαί τι</i>, [[προσεύχομαι]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προσεύχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσφέρω]] ικεσίες ή τάματα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[προσεύχομαι]] τὸν θεόν, τον [[προσφωνώ]] σε [[προσευχή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[προσφέρω]] προσευχές, [[λατρεύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>προσεύχομαί τι</i>, [[προσεύχομαι]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεύχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. προσευχῇ π. NT) обращаться с молитвой, молить(ся) (τῷ θεῷ Aesch. и τὸν θεόν Arph.; προσευξάμενοι θεοῖς εὐμενεῖς πέμπειν [[σφᾶς]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[просить в молитвах]], [[выпрашивать]] (νίκην Xen.; μὴ [[εἰσελθεῖν]] εἰς πειρασμόν NT).
|lstext='''προσεύχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, [[προσεύχομαι]] [[πρός]], Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., [[κάμνω]] προσευχήν, [[λατρεύω]], Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, [[ὑπὲρ]] τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εύχομαι bidden (tot), met dat.:; προσευξόμεσθα τοῖσι σοῖς ἀγάλμασιν wij zullen tot uw beeld onze gebeden richten Eur. Hipp. 116; bidden om; met acc..; προσεύχεσθαι νίκην πολέμου bidden om een overwinning in de oorlog Xen. Hell. 3.2.22; met ὅπως + conj..; προσηύξαντο... ὅπως λάβωσιν πνεῦμα ἅγιον zij baden om de heilige geest te ontvangen NT Act. Ap. 8.15; met dat. en inf..; προσευξάμενοι θεοῖς... εὐμενεῖς πέμπειν σφᾶς na gebeden te hebben tot de goden om hen welwillend te begeleiden Xen. Cyr. 2.1.1; met ἵνα μή + conj..; προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν... σαββάτῳ bidt dat uw vlucht niet op sabbat valt NT Mt. 24.20; met τοῦ μή en inf.. προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι hij bad dat het niet zou regenen NT Iac. 5.17.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj