Anonymous

σίδη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> grenadier et grenade (<i>dor. p.</i> [[ῥοιά]]);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pelure de grenade.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt.<br /><span class="bld">2</span>ης (ἡ) :<br />plante aquatique des environs d'Orchomène, <i>pê</i> nénuphar blanc.
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> grenadier et grenade (<i>dor. p.</i> [[ῥοιά]]);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pelure de grenade.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt.<br /><span class="bld">2</span>ης (ἡ) :<br />plante aquatique des environs d'Orchomène, <i>pê</i> nénuphar blanc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίδη''': ἡ, = ῥόα, [[δένδρον]] καὶ [[καρπὸς]] ῥοιᾶς, ἡ «ῥοδιὰ» καὶ τὸ «ῥῷδι» ἢ «ῥόϊδο», Ἐμπεδ. 287, Ἱππ., Νικ. (ἴδε κατωτ.)· σιδέα ἔν τινι Σικελ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5594)· σίβδα παρὰ Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 28. ΙΙ. ἔνυδρόν τι φυτὸν παρὰ τὸν Ὀρχομενὸν ἐν Βοιωτίᾳ, [[ἴσως]] τὸ Λατ. Nympheae alba, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1, κτλ. [ῑ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 72, 870, κτλ., καὶ [[οὕτως]] ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε [[σίδιον]]· ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, [[αὐτόθι]] 887]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Θεόφραστος (4, 11) φυτὸν ἕτερον τῆς ῥοιᾶς φησιν [[εἶναι]] τὴν σίδην, φύεσθαι δὲ ἐν τῷ Νείλῳ».
|elnltext=σίδη -ης, ἡ granaatappel(boom).
}}
{{elru
|elrutext='''σίδη:''' () ἡ гранат (дерево или плод) Emped., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σίδη:''' ἡ, δέντρο [[ροδιά]], [[καρπός]] της [[ροδιάς]], ρόδι.
|lsmtext='''σίδη:''' ἡ, δέντρο [[ροδιά]], [[καρπός]] της [[ροδιάς]], ρόδι.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίδη:''' () ἡ гранат (дерево или плод) Emped., Plut.
|lstext='''σίδη''': ἡ, = ῥόα, [[δένδρον]] καὶ [[καρπὸς]] ῥοιᾶς, ἡ «ῥοδιὰ» καὶ τὸ «ῥῷδι» ἢ «ῥόϊδο», Ἐμπεδ. 287, Ἱππ., Νικ. (ἴδε κατωτ.)· σιδέα ἔν τινι Σικελ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5594)· σίβδα παρὰ Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 28. ΙΙ. ἔνυδρόν τι φυτὸν παρὰ τὸν Ὀρχομενὸν ἐν Βοιωτίᾳ, [[ἴσως]] τὸ Λατ. Nympheae alba, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1, κτλ. [ῑ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 72, 870, κτλ., καὶ [[οὕτως]] ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε [[σίδιον]]· ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, [[αὐτόθι]] 887]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Θεόφραστος (4, 11) φυτὸν ἕτερον τῆς ῥοιᾶς φησιν [[εἶναι]] τὴν σίδην, φύεσθαι δὲ ἐν τῷ Νείλῳ».
}}
{{elnl
|elnltext=σίδη -ης, ἡ granaatappel(boom).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj