Anonymous

ποικίλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐποίκιλα, <i>pf.</i> πεποίκιλκα;<br /><i>Pass. pf.</i> πεποίκιλμαι;<br /><i>propr.</i> rendre divers <i>ou</i> varié par le tissage, la peinture, la broderie, <i>etc. ; d'où</i><br /><b>1</b> broder;<br /><b>2</b> représenter dans un tissu de couleurs variées;<br /><b>3</b> ciseler avec art;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> varier, diversifier <i>en gén.</i><br /><b>5</b> parler <i>ou</i> agir avec art, avec habileté, avec ruse.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]].
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐποίκιλα, <i>pf.</i> πεποίκιλκα;<br /><i>Pass. pf.</i> πεποίκιλμαι;<br /><i>propr.</i> rendre divers <i>ou</i> varié par le tissage, la peinture, la broderie, <i>etc. ; d'où</i><br /><b>1</b> broder;<br /><b>2</b> représenter dans un tissu de couleurs variées;<br /><b>3</b> ciseler avec art;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> varier, diversifier <i>en gén.</i><br /><b>5</b> parler <i>ou</i> agir avec art, avec habileté, avec ruse.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικίλλω''': ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ποικῖλαι (δια-) Ἰσοκρ. 190Ε, μετοχ. ποικίλας Σοφ. Ἀποσπ. 412˙ πρκμ. πεποίκιλκα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4. ― Παθ. πρκμ. πεποίκιλμαι, ἴδε κατωτ. ([[ποικίλος]]). Ἐργάζομαί τι μὲ διάφορα χρώματα, ποιῶ τι ποικίλον, κεντῶ διὰ ποικίλων χρωμάτων, πώλους… ποικίλλουσ’ ἐν άνθοκρόκοισι πήναις Εὐρ. Ἑκάβ. 470, πρβλ. Ι. Τ. 224˙ ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Φερεκύδ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 741˙ ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς κατακόσμου ἔργου τέχνης, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε, παρέστησε χορὸν μετὰ ποικίλης τεχνικῆς ἐργασίας, ἐγκατεσκεύασε δὲ ἐπιμελῶς… καὶ χορὸν (δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]]), Ἰλ. 18. 590 (ἴδε ἐν λ. [[χορός]])˙ [[οὕτως]], ἀναθήματα π. Ἐμπεδ. 134˙ πρβλ. [[ποικιλτέον]]. 2) κεντῶ [[ὕφασμα]], Πίνδ. (ἴδε [[μίτρα]] ΙΙ. 2, καὶ πρβλ. [[ἱμάτιον]] ποικίλον Πλάτ. Κρατ. 394Α), ἴδε κατωτ.˙ ― [[καθόλου]], [[διαποικίλλω]], ποιῶ ποικίλον καὶ οὐχὶ μονότονον, ἀνθρώπων βίον Εὐρ. Κύκλ. 339, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 927Ε˙ π. τὰς πορείας ἱππικαῖς τάξεσι Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 3˙ π. ταῖς συλλαβαῖς Πλάτ. Κρατ. 394Α. ― Παθ., πᾶσιν ἤθεσι πεποικιλμένη [[πολιτεία]], [[ὥσπερ]] [[ἱμάτιον]] ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 557C. 3) [[διακρίνω]], π. εἴδη δυσκολίας… παντοδαπὰ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87Α˙ μίξει κακῶν καὶ ἀγαθῶν π. τὸν βίον Πλουτ. Μάρ. 23. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, [[λέγω]] μετὰ τέχνης καὶ κομψότητος, βαιὰ δ’ ἐν μακροῖσι ποικίλλειν, ἀκοὰ σοφοῖς, τὸ κοσμεῖν δι’ ὀλίγων ἐπαίνων μεγάλας ἀρετάς, τοῦτο ἔχει χρείαν σοφοῦ ἀκροατοῦ, ἵνα κατανοήσῃ τὰ πολλὰ ἐπιτετμημένα, Πινδ. Π. 9. 134 (ἴδε ἐν λ. [[μίτρα]] ΙΙ. 2)˙ πολλὰ Ἱππ. 303. 4 οὐδὲν ξυνίημ’ ὧν σὺ π. Σοφ. Τρ. 1121, πρβλ. 412˙ οὕτω, Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους Εὐρ. Ἱκέτ. 187 ― [[λέξις]] ἀγαπητὴ τοῖς ῥητόρσι, ἴδε Πλάτ. Μενέξ. 235Α, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου 3, περὶ Συνθ. Ὀνομ. 19. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ποικίλλομαι, μεταβάλλομαι ποικίλως, Ἱππ. Προρρ. 74, πρβλ. 147Η˙ πολλὰ ποικίλλει [[χρόνος]], ἐπιφέρει πολλὰς μεταβολάς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 42. 2) μεταφ., [[λέγω]] τι διὰ ποικίλλων καὶ πλαγίων φράσεων, ἔδοξέ μοι χρῆναι μηδὲν ποκίλλειν πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ἐλευθέρως εἰπεῖν ἅ μοι ἐδόκει Πλάτ. Συμπ. 218C, πρβλ. Νόμ. 863Ε.
|elnltext=ποικίλλω [ποικίλος] kunstig vervaardigen; met acc..; ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε en daarop ciseleerde hij een dansplaats Il. 18.590; spec. borduren:. ἐν κροκέῳ πέπλῳ... πώλους... ποικίλλουσα in de safraankleurige mantel paarden bordurend Eur. Hec. 470; ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον een bont kledingstuk geborduurd met alle mogelijke bloemen Plat. Resp. 557c. verfraaien, mooi voorstellen:; οὐδὲν ξυνίημ’ ὧν σὺ ποικίλλεις ik begrijp niets van jouw mooie praatjes Soph. Tr. 1121; μηδὲν ποικίλλειν niets mooier voor te stellen dan het is Plat. Smp. 218c; uitbr.. Σπάρτη ὠμὴ καὶ πεποίκιλται τρόπους Sparta is wreed en onbetrouwbaar van aard Eur. Suppl. 187; κάλλιστά πως τοῖς ὀνόμασι ποικίλλοντες door de woordkeuze (de lofrede) heel fraai opsierend Plat. Menex. 235a. overdr. wisselvallig maken:. π. ἀνθρώπων βίον het leven van de mens zo wisselvallig maken Eur. Cycl. 339; ποικίλλοντας τὸν τῶν ὀρφανῶν βίον (wetten) die het leven van weeskinderen compliceren Plat. Lg. 927e. abs. variëren. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικίλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расшивать]], [[вышивать]], [[разукрашивать]] ([[μίτρα]] πεποικιλμένα Pind.): τοῖς ὀνόμασι π. Plat. разукрашивать словами, т. е. говорить изысканно;<br /><b class="num">2)</b> [[расписывать]], [[искусно изображать]] (χορόν, sc. ἐν σάκει Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[разнообразить]] (τὸν βίον Eur., Plut.; εἴδη τινός Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[хитрить]], [[лукавить]], [[путать]] (πρός τινα Plat.): ἃ σὺ ποικίλλεις Soph. твои путаные речи; [[Σπάρτη]] πεποίκιλται τρόπους Eur. Спарта коварна в своих нравах.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ποικίλλω:''' απαρ. αορ. αʹ <i>ποικῖλαι</i>, παρακ. <i>πεποίκιλκα</i> — Παθ. <i>πεποίκιλμαι</i>· ([[ποικίλος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εργάζομαι]] με διάφορα χρώματα, κεντώ, [[εργάζομαι]] στην κεντητική [[τέχνη]], σε Ευρ.· <i>χορὸν ποίκιλλε</i>, παρέστησε <i>χορὸν</i> με ιδιαίτερη [[τεχνική]] [[επιδεξιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> κεντώ ύφασμα, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διαφοροποιώ]], [[ποικίλλω]], [[διαφέρω]], σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για το ύφος, εξωραΐζω, [[καλλωπίζω]], σε Πίνδ.· μιλάω με γρίφους, σε Σοφ.
|lsmtext='''ποικίλλω:''' απαρ. αορ. αʹ <i>ποικῖλαι</i>, παρακ. <i>πεποίκιλκα</i> — Παθ. <i>πεποίκιλμαι</i>· ([[ποικίλος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εργάζομαι]] με διάφορα χρώματα, κεντώ, [[εργάζομαι]] στην κεντητική [[τέχνη]], σε Ευρ.· <i>χορὸν ποίκιλλε</i>, παρέστησε <i>χορὸν</i> με ιδιαίτερη [[τεχνική]] [[επιδεξιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> κεντώ ύφασμα, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διαφοροποιώ]], [[ποικίλλω]], [[διαφέρω]], σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για το ύφος, εξωραΐζω, [[καλλωπίζω]], σε Πίνδ.· μιλάω με γρίφους, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικίλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расшивать]], [[вышивать]], [[разукрашивать]] ([[μίτρα]] πεποικιλμένα Pind.): τοῖς ὀνόμασι π. Plat. разукрашивать словами, т. е. говорить изысканно;<br /><b class="num">2)</b> [[расписывать]], [[искусно изображать]] (χορόν, sc. ἐν σάκει Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[разнообразить]] (τὸν βίον Eur., Plut.; εἴδη τινός Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[хитрить]], [[лукавить]], [[путать]] (πρός τινα Plat.): ἃ σὺ ποικίλλεις Soph. твои путаные речи; [[Σπάρτη]] πεποίκιλται τρόπους Eur. Спарта коварна в своих нравах.
|lstext='''ποικίλλω''': ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ποικῖλαι (δια-) Ἰσοκρ. 190Ε, μετοχ. ποικίλας Σοφ. Ἀποσπ. 412˙ πρκμ. πεποίκιλκα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4. ― Παθ. πρκμ. πεποίκιλμαι, ἴδε κατωτ. ([[ποικίλος]]). Ἐργάζομαί τι μὲ διάφορα χρώματα, ποιῶ τι ποικίλον, κεντῶ διὰ ποικίλων χρωμάτων, πώλους… ποικίλλουσ’ ἐν άνθοκρόκοισι πήναις Εὐρ. Ἑκάβ. 470, πρβλ. Ι. Τ. 224˙ ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Φερεκύδ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 741˙ ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς κατακόσμου ἔργου τέχνης, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε, παρέστησε χορὸν μετὰ ποικίλης τεχνικῆς ἐργασίας, ἐγκατεσκεύασε δὲ ἐπιμελῶς… καὶ χορὸν (δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]]), Ἰλ. 18. 590 (ἴδε ἐν λ. [[χορός]][[οὕτως]], ἀναθήματα π. Ἐμπεδ. 134˙ πρβλ. [[ποικιλτέον]]. 2) κεντῶ [[ὕφασμα]], Πίνδ. (ἴδε [[μίτρα]] ΙΙ. 2, καὶ πρβλ. [[ἱμάτιον]] ποικίλον Πλάτ. Κρατ. 394Α), ἴδε κατωτ.˙ ― [[καθόλου]], [[διαποικίλλω]], ποιῶ ποικίλον καὶ οὐχὶ μονότονον, ἀνθρώπων βίον Εὐρ. Κύκλ. 339, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 927Ε˙ π. τὰς πορείας ἱππικαῖς τάξεσι Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 3˙ π. ταῖς συλλαβαῖς Πλάτ. Κρατ. 394Α. ― Παθ., πᾶσιν ἤθεσι πεποικιλμένη [[πολιτεία]], [[ὥσπερ]] [[ἱμάτιον]] ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 557C. 3) [[διακρίνω]], π. εἴδη δυσκολίας… παντοδαπὰ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87Α˙ μίξει κακῶν καὶ ἀγαθῶν π. τὸν βίον Πλουτ. Μάρ. 23. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, [[λέγω]] μετὰ τέχνης καὶ κομψότητος, βαιὰ δ’ ἐν μακροῖσι ποικίλλειν, ἀκοὰ σοφοῖς, τὸ κοσμεῖν δι’ ὀλίγων ἐπαίνων μεγάλας ἀρετάς, τοῦτο ἔχει χρείαν σοφοῦ ἀκροατοῦ, ἵνα κατανοήσῃ τὰ πολλὰ ἐπιτετμημένα, Πινδ. Π. 9. 134 (ἴδε ἐν λ. [[μίτρα]] ΙΙ. 2)˙ πολλὰ Ἱππ. 303. 4 οὐδὲν ξυνίημ’ ὧν σὺ π. Σοφ. Τρ. 1121, πρβλ. 412˙ οὕτω, Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους Εὐρ. Ἱκέτ. 187 ― [[λέξις]] ἀγαπητὴ τοῖς ῥητόρσι, ἴδε Πλάτ. Μενέξ. 235Α, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου 3, περὶ Συνθ. Ὀνομ. 19. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ποικίλλομαι, μεταβάλλομαι ποικίλως, Ἱππ. Προρρ. 74, πρβλ. 147Η˙ πολλὰ ποικίλλει [[χρόνος]], ἐπιφέρει πολλὰς μεταβολάς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 42. 2) μεταφ., [[λέγω]] τι διὰ ποικίλλων καὶ πλαγίων φράσεων, ἔδοξέ μοι χρῆναι μηδὲν ποκίλλειν πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ἐλευθέρως εἰπεῖν ἅ μοι ἐδόκει Πλάτ. Συμπ. 218C, πρβλ. Νόμ. 863Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικίλλω [ποικίλος] kunstig vervaardigen; met acc..; ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε en daarop ciseleerde hij een dansplaats Il. 18.590; spec. borduren:. ἐν κροκέῳ πέπλῳ... πώλους... ποικίλλουσα in de safraankleurige mantel paarden bordurend Eur. Hec. 470; ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον een bont kledingstuk geborduurd met alle mogelijke bloemen Plat. Resp. 557c. verfraaien, mooi voorstellen:; οὐδὲν ξυνίημ’ ὧν σὺ ποικίλλεις ik begrijp niets van jouw mooie praatjes Soph. Tr. 1121; μηδὲν ποικίλλειν niets mooier voor te stellen dan het is Plat. Smp. 218c; uitbr.. Σπάρτη ὠμὴ καὶ πεποίκιλται τρόπους Sparta is wreed en onbetrouwbaar van aard Eur. Suppl. 187; κάλλιστά πως τοῖς ὀνόμασι ποικίλλοντες door de woordkeuze (de lofrede) heel fraai opsierend Plat. Menex. 235a. overdr. wisselvallig maken:. π. ἀνθρώπων βίον het leven van de mens zo wisselvallig maken Eur. Cycl. 339; ποικίλλοντας τὸν τῶν ὀρφανῶν βίον (wetten) die het leven van weeskinderen compliceren Plat. Lg. 927e. abs. variëren. Hp.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποικίλλω]], [[ποικίλος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[work]] in [[various]] colours, to [[broider]], [[work]] in [[embroidery]], Eur.; χορὸν ποίκιλλε he [[wrought]] a [[χορός]] of [[cunning]] [[workmanship]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[embroider]] a [[robe]], Pind., Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to [[diversify]], [[vary]], Eur., Plat.:—of [[style]], to [[embellish]], Pind.:— to [[speak]] as in riddles, Soph.
|mdlsjtxt=[[ποικίλλω]], [[ποικίλος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[work]] in [[various]] colours, to [[broider]], [[work]] in [[embroidery]], Eur.; χορὸν ποίκιλλε he [[wrought]] a [[χορός]] of [[cunning]] [[workmanship]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[embroider]] a [[robe]], Pind., Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to [[diversify]], [[vary]], Eur., Plat.:—of [[style]], to [[embellish]], Pind.:— to [[speak]] as in riddles, Soph.
}}
}}