Anonymous

σίκερα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ερος (τό) :<br />boisson fermentée (cidre, <i>etc.</i>).<br /><i><b>Étym.</b> hébr.</i> shèkâr.
|btext=ερος (τό) :<br />boisson fermentée (cidre, <i>etc.</i>).<br /><i><b>Étym.</b> hébr.</i> shèkâr.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίκερα''': τό, [[ποτὸν]] πνευματῶδες διὰ ζυμώσεως παρασκευαζόμενον, μεθυστικόν, Ἑβδ. (Λευιτ. Ι΄, 9, Ἡσαΐ. ΚΔ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 15· γεν. σίκερος Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 275Β· - σικεροποτέω, Καισαρ. Ζητ. 47· - σικερατίζω, Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἐκ τοῦ Ἑβρ. shêkâr).
|elnltext=σίκερα, τό sicera (alcoholische drank).
}}
{{elru
|elrutext='''σίκερα:''' [[varia lectio|v.l.]] σικέρα τό indecl. (евр.) сикера, хлебное или фруктовое вино NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σίκερα:''' τό, οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται μέσω ζύμωσης, σε Καινή Διαθήκη (εβρ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''σίκερα:''' τό, οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται μέσω ζύμωσης, σε Καινή Διαθήκη (εβρ. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίκερα:''' [[varia lectio|v.l.]] σικέρα τό indecl. (евр.) сикера, хлебное или фруктовое вино NT.
|lstext='''σίκερα''': τό, [[ποτὸν]] πνευματῶδες διὰ ζυμώσεως παρασκευαζόμενον, μεθυστικόν, Ἑβδ. (Λευιτ. Ι΄, 9, Ἡσαΐ. ΚΔ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 15· γεν. σίκερος Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 275Β· - σικεροποτέω, Καισαρ. Ζητ. 47· - σικερατίζω, Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἐκ τοῦ Ἑβρ. shêkâr).
}}
{{elnl
|elnltext=σίκερα, τό sicera (alcoholische drank).
}}
}}
{{etym
{{etym