Anonymous

πρόπρυμνα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' pl. neutre adv. de *πρόπρυμνος qui sombre la poupe en avant, de [[πρό]], [[πρύμνα]].
|btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' pl. neutre adv. de *πρόπρυμνος qui sombre la poupe en avant, de [[πρό]], [[πρύμνα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόπρυμνα''': Ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης, [[πρόπρυμνα]] ἐκβολὰν φέρει, «ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες... [[ὕστερον]] ἐκβολὴν ποιοῦνται τοῦ ὅλου φόρτου, ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 769· πρβλ. Blomf. εἰς Ἀγ. 1010.
|elnltext=πρόπρυμνα [πρό, πρύμνα] adv., overboord.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόπρυμνα:''' adv. кормой вперед или с кормы долой: π. ἐκβολὰν φέρειν Aesch. валиться прочь с кормы, перен. гибнуть совершенно.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόπρυμνα:''' επίρρ., [[μακριά]] από την [[πρύμνη]], [[πρόπρυμνα]] ἐκβολὰν φέρει, λέγεται για [[μεταφορά]] εμπορευμάτων· λέγεται για τη [[σωτηρία]] σκάφους, μεταφ. σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πρόπρυμνα:''' επίρρ., [[μακριά]] από την [[πρύμνη]], [[πρόπρυμνα]] ἐκβολὰν φέρει, λέγεται για [[μεταφορά]] εμπορευμάτων· λέγεται για τη [[σωτηρία]] σκάφους, μεταφ. σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόπρυμνα:''' adv. кормой вперед или с кормы долой: π. ἐκβολὰν φέρειν Aesch. валиться прочь с кормы, перен. гибнуть совершенно.
|lstext='''πρόπρυμνα''': Ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης, [[πρόπρυμνα]] ἐκβολὰν φέρει, «ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες... [[ὕστερον]] ἐκβολὴν ποιοῦνται τοῦ ὅλου φόρτου, ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 769· πρβλ. Blomf. εἰς Ἀγ. 1010.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόπρυμνα [πρό, πρύμνα] adv., overboord.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[away]] from the [[stern]], πρ. ἐκβολὰν φέρει, of throwing [[over]] the [[freight]] to [[save]] the [[vessel]], metaph. in Aesch.
|mdlsjtxt=<br />[[away]] from the [[stern]], πρ. ἐκβολὰν φέρει, of throwing [[over]] the [[freight]] to [[save]] the [[vessel]], metaph. in Aesch.
}}
}}