Anonymous

προσονομάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=donner à qqn <i>ou</i> à qch le nom de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀνομάζω]].
|btext=donner à qqn <i>ou</i> à qch le nom de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀνομάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσονομάζω''': καλῶ μέ τι [[ὄνομα]], πρ. θεούς, δίδω εἰς αὐτοὺς τὸ [[ὄνομα]] θεοί, Ἡρόδ. 2. 52· αἰθέρα πρ. τὸν ἀνωτάτω τόπον Ἀριστ. Κατηγ. 1. 3, 13· ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Πλουτ. Θησ. ἐν τέλ.· - Αἰολ. παθ., προσονυμάσδεσθαι εὐεργέτας Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 8.
|elnltext=προσ-ονομάζω aanspreken als, benoemen met de naam van..., met dubbele acc.: θεοὺς δὲ προσωνόμασάν σφεας zij zijn hen goden gaan noemen Hdt. 2.52.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσονομάζω:''' [[именовать]], [[давать название]]: π. θεούς Her. именовать богами; αἰθέρα π. τὸν [[ἀνωτάτω]] τόπον Arst. называть высочайшее место эфиром.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσονομάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[προσονομάζω]] θεούς, τους [[αποδίδω]] το όνομα <i>θεοί</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσονομάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[προσονομάζω]] θεούς, τους [[αποδίδω]] το όνομα <i>θεοί</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσονομάζω:''' [[именовать]], [[давать название]]: π. θεούς Her. именовать богами; αἰθέρα π. τὸν [[ἀνωτάτω]] τόπον Arst. называть высочайшее место эфиром.
|lstext='''προσονομάζω''': καλῶ μέ τι [[ὄνομα]], πρ. θεούς, δίδω εἰς αὐτοὺς τὸ [[ὄνομα]] θεοί, Ἡρόδ. 2. 52· αἰθέρα πρ. τὸν ἀνωτάτω τόπον Ἀριστ. Κατηγ. 1. 3, 13· ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Πλουτ. Θησ. ἐν τέλ.· - Αἰολ. παθ., προσονυμάσδεσθαι εὐεργέτας Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ονομάζω aanspreken als, benoemen met de naam van..., met dubbele acc.: θεοὺς δὲ προσωνόμασάν σφεας zij zijn hen goden gaan noemen Hdt. 2.52.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[call]] by a [[name]], πρ. θεούς to [[give]] them the [[name]] θεοί, Hdt.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[call]] by a [[name]], πρ. θεούς to [[give]] them the [[name]] θεοί, Hdt.
}}
}}