Anonymous

πρών: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />pointe de terre ; montagne, cap, promontoire.<br />'''Étymologie:''' contr. p. *πραϜόν, *προϜόν de [[πρό]] ; cf. [[πρώων]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />pointe de terre ; montagne, cap, promontoire.<br />'''Étymologie:''' contr. p. *πραϜόν, *προϜόν de [[πρό]] ; cf. [[πρώων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρών''': , γεν. καὶ δοτ. πρῶνος, πρῶνι, οὐχὶ πρωνός, πρωνί, ([[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρεὼν ἢ πρηὼν ἃ ἴδε), ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. δυνάμεθα νὰ δεχθῶμεν πρωνός, [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. Π. 9. 328· (πρό). Προεξέχον [[μέρος]] γῆς ἢ ὄρους [[ἐξοχή]], ἢ [[ἀκρωτήριον]], Λατ. promontorium, πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] [[ὑλήεις]] Ἰλ. Ν. 747· πλὴν τοῦ χωρίου τούτου ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἐν τῷ πληθυν. πρώονες ἐκ τοῦ ἐκτεταμένου τύπου [[πρώων]], Θ. 557, Μ. 282, Π. 299· ([[οὐδέτερος]] τῶν τύπων τούτων ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.· Ἡσ. (Ἀσπ. Ἡρ. 437) ἔχει [[πρηών]])· μεθ’ Ὅμ., πρώονες καὶ χαράδραι Ἀλκμὰν 44· πρῶνες ἔξοχοι Πινδ. Ν. 4. 85· πρῶνες Λοκρῶν Σοφ. Τρ. 788· Πόσειδον, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρῶνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341· ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων Εὐρ. Κύκλ. 116· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 132, ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Blomf. νοεῖται ἡ [[γέφυρα]] ἥτις ἐξετείνετο ἀπὸ τῆς μιᾶς παραλίας τοῦ Ἑλλησπόντου [[μέχρι]] τῆς ἑτέρας, ἢ [[ἴσως]] ἄμεινον (κατὰ τὸν Schütz) ἡ προεξέχουσα γῆ τῆς Θρᾳκικῆς χερσονήσου· οὕτω, πρὼν [[ἅλιος]], [[αὐτόθι]] 879, [[εἶναι]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἰωνίας τὸ [[ἀπέναντι]] τῆς Χίου (Blomf. ἐν τόπῳ), ἢ [[μᾶλλον]] [[ἴσως]] ἡ [[χερσόνησος]] τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὡς τὸ [[ἀκτὴ]] παρ’ Ἡροδ. 4. 38· περὶ τοῦ κάτοπτον πρῶν’ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 307, ἴδε ἐν λ. [[κάτοπτος]].
|elnltext=πρών -ωνός en -ῶνος, [~ πρό] acc. πρῶνα; plur. πρῶνες, ep. πρώονες, acc. πρῶνας, voorgebergte, uitloper:. κατ’ οὐρείου πρωνός vanaf de bergtop AP 9.328.2.
}}
{{elru
|elrutext='''πρών:''' ῶνος, эп. тж. [[πρώων]], ώονος ὁ [[πρό]]<br /><b class="num">1)</b> [[мыс или]] (небольшой) полуостров: π. [[ἅλιος]] Aesch. морской мыс;<br /><b class="num">2)</b> [[гора]]: πρῶνες Λοκρῶν Soph. горы Локриды.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πρών:''' ὁ, γεν. και δοτ. <i>πρῶνος</i>, <i>πρῶνι</i>, όχι <i>πρωνός</i>, <i>πρωνί</i> ([[γιατί]] είναι συνηρ. από το [[πρεών]]) ([[πρό]])· [[ακρωτήρι]], [[κάβος]], Λατ. [[promontorium]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ. <i>πρώονες</i> από εκτεταμ. τύπο [[πρώων]], στο ίδ.· σε Αισχύλ. Πέρσ. 132, <i>ἀμφοτέρας πρῶνα κοινὸν αἴας</i>, η παράλια [[έκταση]] [[ανάμεσα]] στις [[δύο]] ηπείρους είναι πιθ. η [[χερσόνησος]], και στον ίδ. 879, πρὼν [[ἅλιος]], η [[χερσόνησος]] της Μ. Ασίας.
|lsmtext='''πρών:''' ὁ, γεν. και δοτ. <i>πρῶνος</i>, <i>πρῶνι</i>, όχι <i>πρωνός</i>, <i>πρωνί</i> ([[γιατί]] είναι συνηρ. από το [[πρεών]]) ([[πρό]])· [[ακρωτήρι]], [[κάβος]], Λατ. [[promontorium]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ. <i>πρώονες</i> από εκτεταμ. τύπο [[πρώων]], στο ίδ.· σε Αισχύλ. Πέρσ. 132, <i>ἀμφοτέρας πρῶνα κοινὸν αἴας</i>, η παράλια [[έκταση]] [[ανάμεσα]] στις [[δύο]] ηπείρους είναι πιθ. η [[χερσόνησος]], και στον ίδ. 879, πρὼν [[ἅλιος]], η [[χερσόνησος]] της Μ. Ασίας.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρών:''' ῶνος, эп. тж. [[πρώων]], ώονος ὁ [[πρό]]<br /><b class="num">1)</b> [[мыс или]] (небольшой) полуостров: π. [[ἅλιος]] Aesch. морской мыс;<br /><b class="num">2)</b> [[гора]]: πρῶνες Λοκρῶν Soph. горы Локриды.
|lstext='''πρών''': ὁ, γεν. καὶ δοτ. πρῶνος, πρῶνι, οὐχὶ πρωνός, πρωνί, ([[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρεὼν ἢ πρηὼν ἃ ἴδε), ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. δυνάμεθα νὰ δεχθῶμεν πρωνός, [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. Π. 9. 328· (πρό). Προεξέχον [[μέρος]] γῆς ἢ ὄρους [[ἐξοχή]], ἢ [[ἀκρωτήριον]], Λατ. promontorium, πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] [[ὑλήεις]] Ἰλ. Ν. 747· πλὴν τοῦ χωρίου τούτου ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἐν τῷ πληθυν. πρώονες ἐκ τοῦ ἐκτεταμένου τύπου [[πρώων]], Θ. 557, Μ. 282, Π. 299· ([[οὐδέτερος]] τῶν τύπων τούτων ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.· ὁ Ἡσ. (Ἀσπ. Ἡρ. 437) ἔχει [[πρηών]])· μεθ’ Ὅμ., πρώονες καὶ χαράδραι Ἀλκμὰν 44· πρῶνες ἔξοχοι Πινδ. Ν. 4. 85· πρῶνες Λοκρῶν Σοφ. Τρ. 788· Πόσειδον, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρῶνας αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341· ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων Εὐρ. Κύκλ. 116· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 132, ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Blomf. νοεῖται ἡ [[γέφυρα]] ἥτις ἐξετείνετο ἀπὸ τῆς μιᾶς παραλίας τοῦ Ἑλλησπόντου [[μέχρι]] τῆς ἑτέρας, ἢ [[ἴσως]] ἄμεινον (κατὰ τὸν Schütz) ἡ προεξέχουσα γῆ τῆς Θρᾳκικῆς χερσονήσου· οὕτω, πρὼν [[ἅλιος]], [[αὐτόθι]] 879, [[εἶναι]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἰωνίας τὸ [[ἀπέναντι]] τῆς Χίου (Blomf. ἐν τόπῳ), ἢ [[μᾶλλον]] [[ἴσως]] ἡ [[χερσόνησος]] τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὡς τὸ [[ἀκτὴ]] παρ’ Ἡροδ. 4. 38· περὶ τοῦ κάτοπτον πρῶν’ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 307, ἴδε ἐν λ. [[κάτοπτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρών -ωνός en -ῶνος, ὁ [~ πρό] acc. πρῶνα; plur. πρῶνες, ep. πρώονες, acc. πρῶνας, voorgebergte, uitloper:. κατ’ οὐρείου πρωνός vanaf de bergtop AP 9.328.2.
}}
}}
{{etym
{{etym