Anonymous

σάρξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=σαρκός (ἡ) :<br /><b>1</b> chair de l'homme et des animaux;<br /><b>2</b> le corps;<br /><b>3</b> la chair considérée comme aliment ; [[αἱ]] σάρκες morceaux de chair <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' DELG *twrk « couper ».
|btext=σαρκός (ἡ) :<br /><b>1</b> chair de l'homme et des animaux;<br /><b>2</b> le corps;<br /><b>3</b> la chair considérée comme aliment ; [[αἱ]] σάρκες morceaux de chair <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' DELG *twrk « couper ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σάρξ''': ἡ, γεν. σαρκός, Αἰολικ. σὺρξ Ἐτυμολ. Μέγ. 708. 31· (ἐτυμολ. ἀμφίβολ.)· ― Λατιν. caro, Ὅμ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν χρήσει τὸ πληθ., πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 450, [[ἔνθα]] (ὡς παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 364, 461) σημαίνει τὸν πρόσθιον μῦν τοῦ μηροῦ· [[διότι]] διὰ τοῦ πληθ. σημαίνονται πάντες οἱ μυῶνες τοῦ σώματος, κορέει κύνας... δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Θ. 380, Ν. 832· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Ὀδ. Ι. 293, πρβλ. Λ. 219· σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Σ. 76· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 538, Πινδ. Ἀποσπ. 150, καὶ τοῖς Ἀττ.· τούτου σάρκας λύκοι πάσονται Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· ὀπτὰς σάρκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1097· σάρκες δ’ ἀπ’ ὀστέων... ἀπέρρεον Εὐρ. Μήδ. 1200· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σημαίνει τὸ ὅλον [[σῶμα]], [[μήτε]] γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1031, πρβλ. 1239, 1343, κτλ.· ― τὸ ἑνικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῦ αἵματος... πηγνυμένου σὰρξ γίνεται Ἱππ. 237. 13, κτλ.· κορέσαι [[στόμα]] πρὸς [[χάριν]] ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας Σοφ. Φιλ. 1157· ἔδαπτον σάρκα Εὐρ. Μήδ. 1189, πρβλ. Βάκχ. 1136, Κύκλ. 344, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, ἐπὶ τοῦ σώματος, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622· σαρκὶ παλαιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 72· σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1269, Βάκχ. 746· ― ὁ [[Πλάτων]] χρῆται τῷ ἑνικ. καὶ πληθ. σχεδὸν ὁμοίως, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγίγνονται Φαίδων 96D, πρβλ. Συμπ. 211Ε, Πολ. 556D, κτλ.· τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν Τίμ. 60Β, πρβλ. 61C, 62B, κτλ. 2) σὰρξ τοῦ σκύτεος, τὸ ἐσωτερικὸν ἢ τὸ πρὸς τὴν σάρκα [[μέρος]] τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. 3) τὸ σαρκῶδες, [[μαλακὸν]] [[μέρος]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6., 4. 15, 1, κτλ. ΙΙ. ἡ σὰρξ ὡς [[ἕδρα]] τῶν αἰσθημάτων, παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ σαρκικὴ [[φύσις]], σαρκὶ δουλεύειν καὶ τοῖς πάθεσι Πλούτ. 2. 107F, πρβλ. 101Β· συχν. ἐν τῇ καινῇ Διαθ. 2) ἐν τῇ καιν. Διαθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως [[καθόλου]], ὁ [[ἄνθρωπος]], πᾶσα [[σάρξ]], πᾶν τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ [[εἶδος]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 24.
|elnltext=σάρξ σαρκός, vlees, bij Hom. vaak plur.; vlezig deel. Hp. Art. 33. lichaam, steeds sing.: γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φύει (Lasthenes), een rijp man qua geest, maar hij heeft een lichaam in de kracht van zijn jeugd Aeschl. Sept. 622; σάρξ παλαιά het oude lijf Aeschl. Ag. 72. spec. NT lichamelijke natuur, menselijke natuur:; ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός de lichamelijke begeerte NT 1 Io. 2.16; σοφοὶ κατὰ σάρκα wijs naar menselijke maatstaf NT 1 Cor. 1.26; mens (van vlees en bloed). οὐ πᾶσα σάρξ geen enkele mens NT Marc. 13.20; λόγος σὰρξ ἐγένετο het woord is vlees geworden NT Io. 1.14; ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ tijdens zijn aardse leven NT Hebr. 5.7.
}}
{{elru
|elrutext='''σάρξ:''' σαρκός (Hom. преимущ. pl. с dat. σάρκεσσι)<br /><b class="num">1)</b> [[мясо]], [[плоть]] (σάρκες τε καὶ ὀστέα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тело]]: σάρκα ἡβῶσαν φέρειν ([[varia lectio|v.l.]] φύειν) Aesch. иметь молодое тело, т. е. быть молодым годами.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.
|lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σάρξ:''' σαρκός (Hom. преимущ. pl. с dat. σάρκεσσι)<br /><b class="num">1)</b> [[мясо]], [[плоть]] (σάρκες τε καὶ ὀστέα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тело]]: σάρκα ἡβῶσαν φέρειν ([[varia lectio|v.l.]] φύειν) Aesch. иметь молодое тело, т. е. быть молодым годами.
|lstext='''σάρξ''': ἡ, γεν. σαρκός, Αἰολικ. σὺρξ Ἐτυμολ. Μέγ. 708. 31· (ἐτυμολ. ἀμφίβολ.)· ― Λατιν. caro, Ὅμ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν χρήσει τὸ πληθ., πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 450, [[ἔνθα]] (ὡς παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 364, 461) σημαίνει τὸν πρόσθιον μῦν τοῦ μηροῦ· [[διότι]] διὰ τοῦ πληθ. σημαίνονται πάντες οἱ μυῶνες τοῦ σώματος, κορέει κύνας... δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Θ. 380, Ν. 832· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Ὀδ. Ι. 293, πρβλ. Λ. 219· σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Σ. 76· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 538, Πινδ. Ἀποσπ. 150, καὶ τοῖς Ἀττ.· τούτου σάρκας λύκοι πάσονται Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· ὀπτὰς σάρκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1097· σάρκες δ’ ἀπ’ ὀστέων... ἀπέρρεον Εὐρ. Μήδ. 1200· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σημαίνει τὸ ὅλον [[σῶμα]], [[μήτε]] γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1031, πρβλ. 1239, 1343, κτλ.· ― τὸ ἑνικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῦ αἵματος... πηγνυμένου σὰρξ γίνεται Ἱππ. 237. 13, κτλ.· κορέσαι [[στόμα]] πρὸς [[χάριν]] ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας Σοφ. Φιλ. 1157· ἔδαπτον σάρκα Εὐρ. Μήδ. 1189, πρβλ. Βάκχ. 1136, Κύκλ. 344, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, ἐπὶ τοῦ σώματος, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622· σαρκὶ παλαιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 72· σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1269, Βάκχ. 746· ― ὁ [[Πλάτων]] χρῆται τῷ ἑνικ. καὶ πληθ. σχεδὸν ὁμοίως, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγίγνονται Φαίδων 96D, πρβλ. Συμπ. 211Ε, Πολ. 556D, κτλ.· τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν Τίμ. 60Β, πρβλ. 61C, 62B, κτλ. 2) ἡ σὰρξ τοῦ σκύτεος, τὸ ἐσωτερικὸν ἢ τὸ πρὸς τὴν σάρκα [[μέρος]] τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. 3) τὸ σαρκῶδες, [[μαλακὸν]] [[μέρος]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6., 4. 15, 1, κτλ. ΙΙ. ἡ σὰρξ ὡς [[ἕδρα]] τῶν αἰσθημάτων, παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ σαρκικὴ [[φύσις]], σαρκὶ δουλεύειν καὶ τοῖς πάθεσι Πλούτ. 2. 107F, πρβλ. 101Β· συχν. ἐν τῇ καινῇ Διαθ. 2) ἐν τῇ καιν. Διαθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως [[καθόλου]], ὁ [[ἄνθρωπος]], πᾶσα [[σάρξ]], πᾶν τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ [[εἶδος]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 24.
}}
{{elnl
|elnltext=σάρξ σαρκός, ἡ vlees, bij Hom. vaak plur.; vlezig deel. Hp. Art. 33. lichaam, steeds sing.: γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φύει (Lasthenes), een rijp man qua geest, maar hij heeft een lichaam in de kracht van zijn jeugd Aeschl. Sept. 622; σάρξ παλαιά het oude lijf Aeschl. Ag. 72. spec. NT lichamelijke natuur, menselijke natuur:; ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός de lichamelijke begeerte NT 1 Io. 2.16; σοφοὶ κατὰ σάρκα wijs naar menselijke maatstaf NT 1 Cor. 1.26; mens (van vlees en bloed). οὐ πᾶσα σάρξ geen enkele mens NT Marc. 13.20; ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο het woord is vlees geworden NT Io. 1.14; ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ tijdens zijn aardse leven NT Hebr. 5.7.
}}
}}
{{etym
{{etym