Anonymous

σίραιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />vin cuit, vin doux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile.
|btext=ου (τό) :<br />vin cuit, vin doux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίραιον''': [ῐ], τό, ὁ [[νέος]] [[οἶνος]] βραζόμενος, [[μοῦστος]] βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· [[ὡσαύτως]], [[οἶνος]] σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.
|elnltext=σίραιον -ου, τό [σιρός] stroop (ingekookte druivenpuree (most)).
}}
{{elru
|elrutext='''σίραιον:''' (σῐ) τό вареное сусло Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σίραιον:''' [ῐ], τό, [[νέας]] εσοδείας [[κρασί]] που «βράζει» στο [[βαρέλι]], [[μούστος]], [[πετιμέζι]], Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σίραιον:''' [ῐ], τό, [[νέας]] εσοδείας [[κρασί]] που «βράζει» στο [[βαρέλι]], [[μούστος]], [[πετιμέζι]], Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίραιον:''' (σῐ) τό вареное сусло Arph.
|lstext='''σίραιον''': [ῐ], τό, ὁ [[νέος]] [[οἶνος]] βραζόμενος, [[μοῦστος]] βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· [[ὡσαύτως]], [[οἶνος]] σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σίραιον -ου, τό [σιρός] stroop (ingekookte druivenpuree (most)).
}}
}}
{{etym
{{etym