Anonymous

προσπληρόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compléter, acc.;<br /><b>2</b> augmenter le nombre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προσπληρόομαι]], [[προσπληροῦμαι]] ajouter pour compléter le nombre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πληρόω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compléter, acc.;<br /><b>2</b> augmenter le nombre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προσπληρόομαι]], [[προσπληροῦμαι]] ajouter pour compléter le nombre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πληρόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.
|elnltext=προσ-πληρόω aanvullen, spec. ook nog bemannen:; π. ἔτι ναῦς nog extra schepen bemannen Thuc. 7.34.1; ook med.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπληρόω:''' тж. med. пополнять, сверх того оснащать, дополнительно снаряжать (π. [[ἔτι]] [[ναῦς]] Thuc.): ἱππέας π. εἰς δισχιλίους Xen. увеличить число всадников до двух тысяч.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[γεμίζω]] ή [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, ἱππέας [[προσπληρόω]] εἰς δισχιλίους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] κι [[άλλο]] τα πλοία, τα [[εξοπλίζω]] περισσότερο, [[γεμίζω]] με άνδρες περισσότερα [[ακόμη]] πλοία, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''προσπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[γεμίζω]] ή [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, ἱππέας [[προσπληρόω]] εἰς δισχιλίους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] κι [[άλλο]] τα πλοία, τα [[εξοπλίζω]] περισσότερο, [[γεμίζω]] με άνδρες περισσότερα [[ακόμη]] πλοία, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσπληρόω:''' тж. med. пополнять, сверх того оснащать, дополнительно снаряжать (π. [[ἔτι]] [[ναῦς]] Thuc.): ἱππέας π. εἰς δισχιλίους Xen. увеличить число всадников до двух тысяч.
|lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πληρόω aanvullen, spec. ook nog bemannen:; π. ἔτι ναῦς nog extra schepen bemannen Thuc. 7.34.1; ook med.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">1.</b> to [[fill]] up or [[complete]] a [[number]], ἱππέας πρ. εἰς δισχιλίους Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[equip]] ships [[besides]], man [[still]] [[more]] ships, Thuc.; so in Mid., Xen.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">1.</b> to [[fill]] up or [[complete]] a [[number]], ἱππέας πρ. εἰς δισχιλίους Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[equip]] ships [[besides]], man [[still]] [[more]] ships, Thuc.; so in Mid., Xen.
}}
}}