3,277,636
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκλητικός:''' [[призывающий]], [[вызывающий]]: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προκλητικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, [[μέλος]] προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προκλητικός]], ή, όν<br />[[calling]] [[forth]], challenging: προκλητικόν, τό, a [[challenge]], Plut. | |mdlsjtxt=[[προκλητικός]], ή, όν<br />[[calling]] [[forth]], challenging: προκλητικόν, τό, a [[challenge]], Plut. | ||
}} | }} |