Anonymous

σηκοκόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />garçon d'étable <i>ou</i> d'écurie.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]], [[κορέω]]¹.
|btext=ου (ὁ) :<br />garçon d'étable <i>ou</i> d'écurie.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]], [[κορέω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σηκοκόρος''': ὁ, ἡ, ([[κορέω]]) καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, [[βουκόλος]], Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. [[σηκηκόρος]]. ΙΙ. [[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.
|elnltext=σηκοκόρος -ου, ὁ [σηκός, κοῦρος] stalknecht.
}}
{{elru
|elrutext='''σηκοκόρος:''' ὁ [[уборщик стойла]], [[скотник]] Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σηκοκόρος:''' ὁ, ἡ ([[κορέω]]), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''σηκοκόρος:''' ὁ, ἡ ([[κορέω]]), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σηκοκόρος:''' ὁ [[уборщик стойла]], [[скотник]] Hom.
|lstext='''σηκοκόρος''': , ἡ, ([[κορέω]]) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, [[βουκόλος]], Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. [[σηκηκόρος]]. ΙΙ. [[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σηκοκόρος -ου, [σηκός, κοῦρος] stalknecht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σηκο-[[κόρος]], ὁ, ἡ, [[κορέω]]<br />cleaning a byre or pen, a [[herdsman]], Od.
|mdlsjtxt=σηκο-[[κόρος]], ὁ, ἡ, [[κορέω]]<br />cleaning a byre or pen, a [[herdsman]], Od.
}}
}}