Anonymous

περαίτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />qui va au delà de, gén. ; <i>adv.</i> • περαίτερον plus au delà de, plus que.<br />'''Étymologie:''' [[περαῖος]].
|btext=α, ον :<br />qui va au delà de, gén. ; <i>adv.</i> • περαίτερον plus au delà de, plus que.<br />'''Étymologie:''' [[περαῖος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περαίτερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[πέρα]], ὁδοὶ περαίτεραι, περαιτέρω ἄγουσαι, Πινδ. Ο. 9. 159. ΙΙ. Ἐπίρρ., περαιτέρω «παρέκει», μανθάνειν π. Εὐρ. Φοίν. 1681· ἓν [[οἶδα]] κοὐ π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 247· δεινὰ καὶ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 705· βουλυτὸς ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1500 οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Θουκ. 3. 81· π. λέγειν Ἀντιφῶν 137. 11· τὰ πράγματα ἤδη π. βαδίζει Δημ. 688. 14. 2) μετὰ γεν., τῶνδε καὶ π. Αἰσχύλ. Πρ. 247· π. τοῦ μετρίου Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· π. τοῦ δέοντος Πλάτ. Γοργ. 484C· καὶ ἀπολ. π., (δηλ. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα, [[πέραν]] τοῦ ἁρμόζοντος, Σοφ. Τρ. 663· - τὸ οὐδ. περαίτερον ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ., π. ἄλλων, «παρέκει», πλέον, ἄμεινον τῶν ἄλλων, Πινδ. Ο. 8. 82.
|elnltext=περαίτερος comp. van πέραιος.
}}
{{elru
|elrutext='''περαίτερος:''' [compar. к [[πέρα]] II] ведущий дальше (ὁδοί Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περαίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. (πέρα)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται πιο πέρα, <i>ὁδοὶ περαίτεραι</i>, δρόμοι που οδηγούν [[παραπέρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[περαιτέρω]], πιο πέρα, σε Ευρ.· καὶ [[ἔτι]] [[περαίτερος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[τῶνδε]] καὶ [[περαίτερος]], σε Αισχύλ.· [[περαίτερος]] τοῦ μετρίου, σε Ξεν.· και απόλ. [[περαίτερος]] (ενν. <i>τοῦ δέοντος</i>), αυτά που έχουν γίνει [[πέραν]] [[αυτού]] που αρμόζει, [[πολύ]] [[μακριά]] από αυτό, σε Σοφ.
|lsmtext='''περαίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. (πέρα)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται πιο πέρα, <i>ὁδοὶ περαίτεραι</i>, δρόμοι που οδηγούν [[παραπέρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[περαιτέρω]], πιο πέρα, σε Ευρ.· καὶ [[ἔτι]] [[περαίτερος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[τῶνδε]] καὶ [[περαίτερος]], σε Αισχύλ.· [[περαίτερος]] τοῦ μετρίου, σε Ξεν.· και απόλ. [[περαίτερος]] (ενν. <i>τοῦ δέοντος</i>), αυτά που έχουν γίνει [[πέραν]] [[αυτού]] που αρμόζει, [[πολύ]] [[μακριά]] από αυτό, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περαίτερος:''' [compar. к [[πέρα]] II] ведущий дальше (ὁδοί Pind.).
|lstext='''περαίτερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[πέρα]], ὁδοὶ περαίτεραι, περαιτέρω ἄγουσαι, Πινδ. Ο. 9. 159. ΙΙ. Ἐπίρρ., περαιτέρω «παρέκει», μανθάνειν π. Εὐρ. Φοίν. 1681· ἓν [[οἶδα]] κοὐ π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 247· δεινὰ καὶ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 705· βουλυτὸς ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1500 οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Θουκ. 3. 81· π. λέγειν Ἀντιφῶν 137. 11· τὰ πράγματα ἤδη π. βαδίζει Δημ. 688. 14. 2) μετὰ γεν., τῶνδε καὶ π. Αἰσχύλ. Πρ. 247· π. τοῦ μετρίου Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· π. τοῦ δέοντος Πλάτ. Γοργ. 484C· καὶ ἀπολ. π., (δηλ. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα, [[πέραν]] τοῦ ἁρμόζοντος, Σοφ. Τρ. 663· - τὸ οὐδ. περαίτερον ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ., π. ἄλλων, «παρέκει», πλέον, ἄμεινον τῶν ἄλλων, Πινδ. Ο. 8. 82.
}}
{{elnl
|elnltext=περαίτερος comp. van πέραιος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περαίτερος]], η, ον [[πέρα]]<br /><b class="num">I.</b> [[beyond]], ὁδοὶ περαίτεραι roads [[leading]] [[further]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> adv. [[περαιτέρω]], [[further]], Eur.; καὶ ἔτι π. Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. gen., [[τῶνδε]] καὶ π. Aesch.; π. τοῦ μετρίου Xen.; and absol., π. (sc. τοῦ δέοντοσ) πεπραγμένα [[beyond]] [[what]] is fit, too far, Soph.
|mdlsjtxt=[[περαίτερος]], η, ον [[πέρα]]<br /><b class="num">I.</b> [[beyond]], ὁδοὶ περαίτεραι roads [[leading]] [[further]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> adv. [[περαιτέρω]], [[further]], Eur.; καὶ ἔτι π. Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. gen., [[τῶνδε]] καὶ π. Aesch.; π. τοῦ μετρίου Xen.; and absol., π. (sc. τοῦ δέοντοσ) πεπραγμένα [[beyond]] [[what]] is fit, too far, Soph.
}}
}}