Anonymous

σίαλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />porc gras, <i>animal ; adj.</i> [[σῦς]] [[σίαλος]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' sorte de dim. de [[σῦς]] ; cf. [[σίαλον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />porc gras, <i>animal ; adj.</i> [[σῦς]] [[σίαλος]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' sorte de dim. de [[σῦς]] ; cf. [[σίαλον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίᾰλος''': , παχὺς [[χοῖρος]] [[τρυφερός]], Ἰλ. Φ. 363, Ὀδ. Β. 300, Υ. 163· [[ὡσαύτως]], σῦς [[σίαλος]] Ἰλ. Ι. 208, Ὀδ. Ξ. 41, 81, κτλ., ― [[ἔνθα]] τὸ [[σίαλος]] [[εἶναι]] τὸ εἰδικώτερον [[ὄνομα]] ἐπαγόμενον πρὸς πληρέστερον προσδιορισμόν, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ [[βασιλεύς]], ἴρηξ, [[κίρκος]], σῦς [[κάπριος]], κτλ. 2) [[πάχος]], [[λίπος]], [[στέαρ]], Ἱππ. 403. 11. ΙΙ. = [[σίαλον]], Ἐτυμολ. Μέγ. 712. 3, Μοῖρις, κλπ. (Ἴδε [[σίαλον]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίαλοι· εὐτραφεῖς, λιπαροί».
|elnltext=σίαλος -ου, ὁ vetgemest varken.
}}
{{elru
|elrutext='''σίᾰλος:''' ὁ (тж. [[σῦς]] σ.) откормленный боров Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σίᾰλος:''' ὁ, [[παχύς]] [[χοίρος]], με ή [[χωρίς]] το [[σῦς]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''σίᾰλος:''' ὁ, [[παχύς]] [[χοίρος]], με ή [[χωρίς]] το [[σῦς]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίᾰλος:''' ὁ (тж. [[σῦς]] σ.) откормленный боров Hom.
|lstext='''σίᾰλος''': , παχὺς [[χοῖρος]] [[τρυφερός]], Ἰλ. Φ. 363, Ὀδ. Β. 300, Υ. 163· [[ὡσαύτως]], σῦς [[σίαλος]] Ἰλ. Ι. 208, Ὀδ. Ξ. 41, 81, κτλ., ― [[ἔνθα]] τὸ [[σίαλος]] [[εἶναι]] τὸ εἰδικώτερον [[ὄνομα]] ἐπαγόμενον πρὸς πληρέστερον προσδιορισμόν, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ [[βασιλεύς]], ἴρηξ, [[κίρκος]], σῦς [[κάπριος]], κτλ. 2) [[πάχος]], [[λίπος]], [[στέαρ]], Ἱππ. 403. 11. ΙΙ. = [[σίαλον]], Ἐτυμολ. Μέγ. 712. 3, Μοῖρις, κλπ. (Ἴδε [[σίαλον]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίαλοι· εὐτραφεῖς, λιπαροί».
}}
{{elnl
|elnltext=σίαλος -ου, ὁ vetgemest varken.
}}
}}
{{etym
{{etym