Anonymous

πρόσωθεν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de loin;<br /><b>2</b> depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσω]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de loin;<br /><b>2</b> depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσω]], -θεν.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσωθεν''': Ἀττ. πόρρωθεν, Ἐπικ. [[πρόσσοθεν]] Ἰλ. Ψ. 533· οἱ τύποι ἀκολουθοῦσι τοὺς αὐτοὺς κανόνας τοῦ [[πρόσω]], [[πόρρω]], κλπ.· [[ὅθεν]] ὁ [[τύπος]] πόρσωθεν ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Δίνδ. ἀντὶ τοῦ τύπου πόρρωθεν ἐν Σοφ. Τρ. 1003, εἰ καὶ [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] εὑρίσκεται· ἐπίρρ. ([[πρόσω]]): - [[μακρόθεν]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐγγύθεν]], [[πρόσσοθεν]]… ἐλαύνειν μώνυχας ἵππους Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[πρόσωθεν]] βάλλειν, προσδέρκεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 947, 952· κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 297, πρβλ. 397· στείχειν Σοφ. Αἴ. 723· οὐ ταὐτὸν [[εἶδος]] φαίνεται τῶν πραγμάτων, [[πρόσωθεν]] ὄντων [[ἐγγύθεν]] θ’ ὁρωμένων Εὐρ. Ἴων. 586· πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, κτλ., Πλάτ. Χαρμ. 153Β, Πολ. 368D, κτλ. - Συγκρ. πορρωτέρωθεν, ἐξ [[ἀπωτέρω]] κειμένου σημείου, Ἰσοκρ. 45Α, 119Α, 257C, 347D, Θεοφρ. π. Ἱδρ. 9. 4. 2) [[μακρόθεν]] κατὰ σημασίαν, Διογ. Λ. 7. 16. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ μακροῦ, πολλοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἱππ. 831, Πλάτ. Χαρμ. 155Α, Δημ. 143, 11, κτλ.
|elnltext=πρόσωθεν Ion. voor πόρρωθεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσωθεν:''' adv. Trag., Arst. = [[πόρρωθεν]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόσωθεν:''' Αττ. [[πόρρωθεν]], Επικ. [[πρόσσοθεν]], επίρρ. ([[πρόσω]])·<br /><b class="num">I.</b> από [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· συγκρ. [[πορρωτέρωθεν]], από μακρινό [[σημείο]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, από [[πολύ]] καιρό, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''πρόσωθεν:''' Αττ. [[πόρρωθεν]], Επικ. [[πρόσσοθεν]], επίρρ. ([[πρόσω]])·<br /><b class="num">I.</b> από [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· συγκρ. [[πορρωτέρωθεν]], από μακρινό [[σημείο]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, από [[πολύ]] καιρό, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσωθεν:''' adv. Trag., Arst. = [[πόρρωθεν]].
|lstext='''πρόσωθεν''': Ἀττ. πόρρωθεν, Ἐπικ. [[πρόσσοθεν]] Ἰλ. Ψ. 533· οἱ τύποι ἀκολουθοῦσι τοὺς αὐτοὺς κανόνας τοῦ [[πρόσω]], [[πόρρω]], κλπ.· [[ὅθεν]] ὁ [[τύπος]] πόρσωθεν ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Δίνδ. ἀντὶ τοῦ τύπου πόρρωθεν ἐν Σοφ. Τρ. 1003, εἰ καὶ [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] εὑρίσκεται· ἐπίρρ. ([[πρόσω]]): - [[μακρόθεν]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐγγύθεν]], [[πρόσσοθεν]]… ἐλαύνειν μώνυχας ἵππους Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[πρόσωθεν]] βάλλειν, προσδέρκεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 947, 952· κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 297, πρβλ. 397· στείχειν Σοφ. Αἴ. 723· οὐ ταὐτὸν [[εἶδος]] φαίνεται τῶν πραγμάτων, [[πρόσωθεν]] ὄντων [[ἐγγύθεν]] θ’ ὁρωμένων Εὐρ. Ἴων. 586· πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, κτλ., Πλάτ. Χαρμ. 153Β, Πολ. 368D, κτλ. - Συγκρ. πορρωτέρωθεν, ἐξ [[ἀπωτέρω]] κειμένου σημείου, Ἰσοκρ. 45Α, 119Α, 257C, 347D, Θεοφρ. π. Ἱδρ. 9. 4. 2) [[μακρόθεν]] κατὰ σημασίαν, Διογ. Λ. 7. 16. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ μακροῦ, πολλοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἱππ. 831, Πλάτ. Χαρμ. 155Α, Δημ. 143, 11, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσωθεν Ion. voor πόρρωθεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj