Anonymous

προτείνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προτενῶ, <i>ao.</i> προὔτεινα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> tendre en avant, allonger : δεξίαν SOPH tendre la main pour confirmer une promesse;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> exposer : ψυχήν SOPH sa vie;<br /><b>2</b> mettre en avant, proposer (un gain, une espérance, <i>etc.</i>) acc. : [[δέλεαρ]] προτείνειν τὴν ἡδονήν PLUT offrir comme amorce le plaisir ; προτείνειν τινί avec un. inf. : proposer à qqn de ; proposer (une recherche, une question, <i>etc.</i>), acc.;<br /><b>3</b> mettre en avant, alléguer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτείνομαι (<i>f.</i> προτενοῦμαι) tr;<br /><b>1</b> tendre en avant (la main comme suppliant) acc. ; mettre en avant, proposer, offrir, acc.;<br /><b>2</b> prétendre <i>ou</i> réclamer pour soi : μισθόν HDT comme récompense.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τείνω]].
|btext=<i>f.</i> προτενῶ, <i>ao.</i> προὔτεινα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> tendre en avant, allonger : δεξίαν SOPH tendre la main pour confirmer une promesse;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> exposer : ψυχήν SOPH sa vie;<br /><b>2</b> mettre en avant, proposer (un gain, une espérance, <i>etc.</i>) acc. : [[δέλεαρ]] προτείνειν τὴν ἡδονήν PLUT offrir comme amorce le plaisir ; προτείνειν τινί avec un. inf. : proposer à qqn de ; proposer (une recherche, une question, <i>etc.</i>), acc.;<br /><b>3</b> mettre en avant, alléguer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτείνομαι (<i>f.</i> προτενοῦμαι) tr;<br /><b>1</b> tendre en avant (la main comme suppliant) acc. ; mettre en avant, proposer, offrir, acc.;<br /><b>2</b> prétendre <i>ou</i> réclamer pour soi : μισθόν HDT comme récompense.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προτείνω''': [[ἐκτείνω]] ἐμπρός, [[προβάλλω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ [[ναυτίλος]] πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., [[προβάλλω]] ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. [[τείνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, [[μάλιστα]] ὡς [[ἱκέτης]], Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· [[ὡσαύτως]], προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ [[μακράν]], προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]] ([[ἄκρα]]) ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) [[προβάλλω]], [[προτείνω]], Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· [[κέρδος]] πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· [[δέλεαρ]] πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) [[προβάλλω]] ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, [[προτείνω]], [[προβάλλω]], Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. [[προβάλλω]] ὡς πρότασιν ([[πρότασις]] ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι».
|elnltext=προ-τείνω naar voren uitsteken, strekken; met acc..; πρότεινε χεῖρα steek je hand naar voren Soph. Ph. 1292; als smekeling; προτείνων τὰς χεῖρας met zijn handen voor zich uit Hdt. 1.45.1; met acc. v. h. inw. obj..; προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα de ene hand na de andere strekt zich uit Aeschl. Ag. 1110; ook med..; χεῖράς τε προετείνοντο τοῖσι Σκύθῃσι zij staken hun armen uit naar de Skythen Hdt. 4.136.1; προτείνας ἑαυτόν zich naar voren buigend Plat. Resp. 449b; intrans. uitsteken:. μακρὰ προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος ver in zee uitstekend Plat. Criti. 111a. naar voren brengen; overdr..; ἢν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ als hij niet met een aanvaardbaar excuus kwam Hdt. 1.156.1; θεοὺς προτείνων je achter de goden verschuilend Soph. Ph. 992; προύτεινα παιδὸς θάνατον ik dreigde met de dood van je zoon Eur. Andr. 428; ook med.. τὴν ἡλικίαν... προυτεινόμην mijn leeftijd voerde ik als excuus aan Plat. Epist. 317c. voorhouden, aanbieden:; προτείνων κέρδος winst belovend Aeschl. PV 777; μεγάλα προτεινόντων nu zij grote beloftes doen Hdt. 8.140.β3; overdr..; τὴν σὴν προτείνων... ψυχήν je eigen leven wagend Soph. Ai. 1270; pass..; ἐξαρκεῖ... τὸ προταθὲν τῶν εἰδώλων er volstaat wat aan afbeeldingen wordt aangeboden Plat. Epist. 343c; ook med.. τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι ik stel het volgende voor Hdt. 5.24.4; μισθὸν προετείνετο τῆς βασιληΐης τὸ ἥμισυ hij stelde als beloning de helft van het koningschap voor Hdt. 9.34.1; θεῖον... ἔρωτα... προτεινάμενος een goddelijke liefde ten toon spreidend Plat. Phaedr. 266b.
}}
{{elru
|elrutext='''προτείνω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[выставлять вперед]], [[протягивать]], [[простирать]] (χεῖρας Her.; χεῖρά τινι Soph.; [[ἄγαλμα]] φιάλην προτετακός Arst.): π. ἑαυτόν Plat. (по)тянуться;<br /><b class="num">2)</b> [[растягивать]] (τινὰ ἱμᾶσι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[выставлять]], [[представлять]] (ἀξιόχρεων πρόφασιν Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[выставлять в виде предлога или довода]], [[ссылаться]] (τοὺς θεούς Soph.; med. τὴν ἡλικίαν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[предлагать]], [[обещать]], [[сулить]] ([[μεγάλα]] Her.; δραχμὰς [[εἴκοσιν]] Arph.; [[φιλίαν]] Dem.; διαλύσεις Plut.): [[δέλεαρ]] π. τι Plut. предлагать что-л. в качестве приманки;<br /><b class="num">6)</b> [[ставить]], [[задавать]] (ζητήματα Plut.; αἴνιγμά τινι Diog. L.);<br /><b class="num">7)</b> [[тянуться]], [[простираться]], [[выступать]] (εἰς τὸ [[πέλαγος]] Plat.; πρὸς τὴν Σικελίαν Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> лог. (тж. π. πρότασιν Arst.) выдвигать в виде положения или посылки: τὰ κατ᾽ ἀντίφασιν προτεινόμενα Arst. отрицательные положения;<br /><b class="num">9)</b> med. [[требовать себе]] (μισθόν Her.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''προτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τεντώνω]], [[απλώνω]] προς τα [[εμπρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εκθέτω]] σε κίνδυνο, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[προβάλλω]] ως [[πρόφαση]] ή [[δικαιολογία]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τεντώνω]], [[απλώνω]] τα χέρια προς τα [[εμπρός]] ως [[ικέτης]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· (ομοίως επίσης στη Μέσ., στον ίδ.)· [[προτείνω]] τινὶ χεῖρα, σε Σοφ.· αμτβ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]] ή [[μακριά]], εἰς τὸ [[πέλαγος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>προτείνειν δεξιάν</i>, την [[προσφέρω]] ως [[απόδειξη]] πίστεως, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[προβάλλω]], [[προτείνω]], Λατ. ostentare, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[προβάλλω]] ως [[ένσταση]], σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> στη Μέσ., <i>μισθὸν προτείνεσθαι</i>, [[απαιτώ]] ως [[αμοιβή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τεντώνω]], [[απλώνω]] προς τα [[εμπρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εκθέτω]] σε κίνδυνο, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[προβάλλω]] ως [[πρόφαση]] ή [[δικαιολογία]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τεντώνω]], [[απλώνω]] τα χέρια προς τα [[εμπρός]] ως [[ικέτης]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· (ομοίως επίσης στη Μέσ., στον ίδ.)· [[προτείνω]] τινὶ χεῖρα, σε Σοφ.· αμτβ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]] ή [[μακριά]], εἰς τὸ [[πέλαγος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>προτείνειν δεξιάν</i>, την [[προσφέρω]] ως [[απόδειξη]] πίστεως, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[προβάλλω]], [[προτείνω]], Λατ. ostentare, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[προβάλλω]] ως [[ένσταση]], σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> στη Μέσ., <i>μισθὸν προτείνεσθαι</i>, [[απαιτώ]] ως [[αμοιβή]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προτείνω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[выставлять вперед]], [[протягивать]], [[простирать]] (χεῖρας Her.; χεῖρά τινι Soph.; [[ἄγαλμα]] φιάλην προτετακός Arst.): π. ἑαυτόν Plat. (по)тянуться;<br /><b class="num">2)</b> [[растягивать]] (τινὰ ἱμᾶσι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[выставлять]], [[представлять]] (ἀξιόχρεων πρόφασιν Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[выставлять в виде предлога или довода]], [[ссылаться]] (τοὺς θεούς Soph.; med. τὴν ἡλικίαν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[предлагать]], [[обещать]], [[сулить]] ([[μεγάλα]] Her.; δραχμὰς [[εἴκοσιν]] Arph.; [[φιλίαν]] Dem.; διαλύσεις Plut.): [[δέλεαρ]] π. τι Plut. предлагать что-л. в качестве приманки;<br /><b class="num">6)</b> [[ставить]], [[задавать]] (ζητήματα Plut.; αἴνιγμά τινι Diog. L.);<br /><b class="num">7)</b> [[тянуться]], [[простираться]], [[выступать]] (εἰς τὸ [[πέλαγος]] Plat.; πρὸς τὴν Σικελίαν Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> лог. (тж. π. πρότασιν Arst.) выдвигать в виде положения или посылки: τὰ κατ᾽ ἀντίφασιν προτεινόμενα Arst. отрицательные положения;<br /><b class="num">9)</b> med. [[требовать себе]] (μισθόν Her.).
|lstext='''προτείνω''': [[ἐκτείνω]] ἐμπρός, [[προβάλλω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ [[ναυτίλος]] πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., [[προβάλλω]] ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. [[τείνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, [[μάλιστα]] ὡς [[ἱκέτης]], Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· [[ὡσαύτως]], προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ [[μακράν]], προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]] ([[ἄκρα]]) ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) [[προβάλλω]], [[προτείνω]], Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· [[κέρδος]] πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· [[δέλεαρ]] πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) [[προβάλλω]] ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, [[προτείνω]], [[προβάλλω]], Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. [[προβάλλω]] ὡς πρότασιν ([[πρότασις]] ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι».
}}
{{elnl
|elnltext=προ-τείνω naar voren uitsteken, strekken; met acc..; πρότεινε χεῖρα steek je hand naar voren Soph. Ph. 1292; als smekeling; προτείνων τὰς χεῖρας met zijn handen voor zich uit Hdt. 1.45.1; met acc. v. h. inw. obj..; προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα de ene hand na de andere strekt zich uit Aeschl. Ag. 1110; ook med..; χεῖράς τε προετείνοντο τοῖσι Σκύθῃσι zij staken hun armen uit naar de Skythen Hdt. 4.136.1; προτείνας ἑαυτόν zich naar voren buigend Plat. Resp. 449b; intrans. uitsteken:. μακρὰ προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος ver in zee uitstekend Plat. Criti. 111a. naar voren brengen; overdr..; ἢν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ als hij niet met een aanvaardbaar excuus kwam Hdt. 1.156.1; θεοὺς προτείνων je achter de goden verschuilend Soph. Ph. 992; προύτεινα παιδὸς θάνατον ik dreigde met de dood van je zoon Eur. Andr. 428; ook med.. τὴν ἡλικίαν... προυτεινόμην mijn leeftijd voerde ik als excuus aan Plat. Epist. 317c. voorhouden, aanbieden:; προτείνων κέρδος winst belovend Aeschl. PV 777; μεγάλα προτεινόντων nu zij grote beloftes doen Hdt. 8.140.β3; overdr..; τὴν σὴν προτείνων... ψυχήν je eigen leven wagend Soph. Ai. 1270; pass..; ἐξαρκεῖ... τὸ προταθὲν τῶν εἰδώλων er volstaat wat aan afbeeldingen wordt aangeboden Plat. Epist. 343c; ook med.. τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι ik stel het volgende voor Hdt. 5.24.4; μισθὸν προετείνετο τῆς βασιληΐης τὸ ἥμισυ hij stelde als beloning de helft van het koningschap voor Hdt. 9.34.1; θεῖον... ἔρωτα... προτεινάμενος een goddelijke liefde ten toon spreidend Plat. Phaedr. 266b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj