3,274,921
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 10: | Line 10: | ||
|Definition=(and [[σκαμωνία]]), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[scammony]], [[Convolvulus scammonia]], from the roots of which the [[purgative]] [[medicine]] [[scammony]] is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also [[σκαμμώνιον]], τό, Nic.Al.565; [[σκαμώνειον]], Anon. Lond.37.19; cf. [[ἀσκαμωνία]], [[κάμων]]. [σκᾰμωνία Eub. [[l.c.]]; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. [[l.c.]]; cf. [[σκαμώνειον]]; but [[σκαμμώνιον]] is corroborated by the metre in Nic. [[l.c.]]] | |Definition=(and [[σκαμωνία]]), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[scammony]], [[Convolvulus scammonia]], from the roots of which the [[purgative]] [[medicine]] [[scammony]] is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also [[σκαμμώνιον]], τό, Nic.Al.565; [[σκαμώνειον]], Anon. Lond.37.19; cf. [[ἀσκαμωνία]], [[κάμων]]. [σκᾰμωνία Eub. [[l.c.]]; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. [[l.c.]]; cf. [[σκαμώνειον]]; but [[σκαμμώνιον]] is corroborated by the metre in Nic. [[l.c.]]] | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant) | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκαμμωνία:''' ἡ бот. скаммония (Convolvulus [[scammonia]] L, разновидность вьюнка, сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-<i>ωνία</i>)]. | |mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-<i>ωνία</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκᾰμμωνία''': ἡ, [[φυτόν]] τι, «[[εἶδος]] βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο [[φάρμακον]] καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον [[τύπος]] [[κάμων]], -ωνος. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |