Anonymous

σκιαμαχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />combattre une ombre, <i>càd</i> un ennemi chimérique ; <i>Pass.</i> être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre <i>en parl. de paroles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[μάχομαι]].
|btext=-ῶ :<br />combattre une ombre, <i>càd</i> un ennemi chimérique ; <i>Pass.</i> être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre <i>en parl. de paroles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[μάχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκιᾱμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ ([[χάριν]] ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ [[αὐτόθι]] Schweigh. II. [[μάχομαι]] πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη [[μάτην]] σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.
|elnltext=σκιαμαχέω [σκιά, μάχομαι] ‘schaduwvechten’, een schijngevecht houden, ‘sparren’ overdr. tegen een schaduw vechten, een zinloze strijd voeren; pass.. ἔπη σκιαμαχούμενα woorden die in vruchteloze discussies worden gebruikt Luc. 28.35.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱμᾰχέω:''' [[сражаться с тенью]], [[бороться впустую]], [[вести ненужный спор]] (πρός τινα Plat., Plut.): ἔπη σκιαμαχούμενα Luc. бросаемые на ветер слова.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[μάχομαι]]), [[μάχομαι]] σε χώρο με [[σκιά]], δηλ. στη [[σχολή]] (για πρακτική [[εξάσκηση]]), [[πολεμώ]] με μια [[σκιά]], δηλ. [[αγωνίζομαι]] [[μάταια]], [[σκιαμαχώ]], [[ματαιοπονώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκῐᾱμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[μάχομαι]]), [[μάχομαι]] σε χώρο με [[σκιά]], δηλ. στη [[σχολή]] (για πρακτική [[εξάσκηση]]), [[πολεμώ]] με μια [[σκιά]], δηλ. [[αγωνίζομαι]] [[μάταια]], [[σκιαμαχώ]], [[ματαιοπονώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκιᾱμᾰχέω:''' [[сражаться с тенью]], [[бороться впустую]], [[вести ненужный спор]] (πρός τινα Plat., Plut.): ἔπη σκιαμαχούμενα Luc. бросаемые на ветер слова.
|lstext='''σκιᾱμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ ([[χάριν]] ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ [[αὐτόθι]] Schweigh. II. [[μάχομαι]] πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη [[μάτην]] σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιαμαχέω [σκιά, μάχομαι] ‘schaduwvechten’, een schijngevecht houden, ‘sparren’ overdr. tegen een schaduw vechten, een zinloze strijd voeren; pass.. ἔπη σκιαμαχούμενα woorden die in vruchteloze discussies worden gebruikt Luc. 28.35.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκιᾱ-μᾰχέω, fut. -ήσω [[μάχομαι]]<br />to [[fight]] in the [[shade]], i. e. in the [[school]] (for [[practice]]): to [[fight]] with a [[shadow]], to [[fight]] in [[vain]], Plat.
|mdlsjtxt=σκιᾱ-μᾰχέω, fut. -ήσω [[μάχομαι]]<br />to [[fight]] in the [[shade]], i. e. in the [[school]] (for [[practice]]): to [[fight]] with a [[shadow]], to [[fight]] in [[vain]], Plat.
}}
}}