Anonymous

πόρπη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />agrafe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> agrafe pour attacher le vêtement sur l'épaule;<br /><b>2</b> agrafe <i>ou</i> boucle pour la chevelure.<br />'''Étymologie:''' [[πείρω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />agrafe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> agrafe pour attacher le vêtement sur l'épaule;<br /><b>2</b> agrafe <i>ou</i> boucle pour la chevelure.<br />'''Étymologie:''' [[πείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πόρπη''': , ([[πείρω]]) = [[περόνη]], καρφίς, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[περόνη]] μετὰ κρίκου ἢ θηλυκώματος, «καρφίτσα», [[χρήσιμος]] πρὸς στερέωσιν ἐνδυμάτων ἐπὶ τοῦ σώματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ὤμου· ἐγένετο [[χρῆσις]] αὐτῆς πρὸς διατρύπησιν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἑκάβ. 1170· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., καὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει ἐν τῷ γυναικείῳ ἱματισμῷ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ τῷ τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 401, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 164, Εὐρ. Ἑλ. 318· ἐπὶ καρφίδος τῆς [[κόμης]], Λουκ. περὶ Οἴκου 7.
|elnltext=πόρπη -ης, ἡ [πείρω] gesp, pin (van een kledingstuk); haarspeld. Luc. 10.7.
}}
{{elru
|elrutext='''πόρπη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[застежка]], [[пряжка]], [[булавка]], Hom., HH, Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[головная шпилька]], [[пряжка для волос]] Luc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πόρπη:''' ἡ ([[πείρω]]), = [[περόνη]], [[καρφίτσα]], σε Ευρ.· στον πληθ., [[πόρπη]] ή [[καρφίτσα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''πόρπη:''' ἡ ([[πείρω]]), = [[περόνη]], [[καρφίτσα]], σε Ευρ.· στον πληθ., [[πόρπη]] ή [[καρφίτσα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πόρπη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[застежка]], [[пряжка]], [[булавка]], Hom., HH, Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[головная шпилька]], [[пряжка для волос]] Luc.
|lstext='''πόρπη''': , ([[πείρω]]) = [[περόνη]], καρφίς, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[περόνη]] μετὰ κρίκου ἢ θηλυκώματος, «καρφίτσα», [[χρήσιμος]] πρὸς στερέωσιν ἐνδυμάτων ἐπὶ τοῦ σώματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ὤμου· ἐγένετο [[χρῆσις]] αὐτῆς πρὸς διατρύπησιν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἑκάβ. 1170· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., καὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει ἐν τῷ γυναικείῳ ἱματισμῷ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ τῷ τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 401, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 164, Εὐρ. Ἑλ. 318· ἐπὶ καρφίδος τῆς [[κόμης]], Λουκ. περὶ Οἴκου 7.
}}
{{elnl
|elnltext=πόρπη -ης, [πείρω] gesp, pin (van een kledingstuk); haarspeld. Luc. 10.7.
}}
}}
{{etym
{{etym